Για ένα ευρωπαϊκό αντιφασιστικό κίνημα πριν είναι πολύ αργά…
του Γιώργου Μητραλιά
23 Μαΐου 2013
Το βάθεμα και η γενίκευση της κρίσης σε –σχεδόν- όλη την Ενωμένη Ευρώπη κάνει ώστε να μπορούμε πια να συλλάβουμε όχι μόνο τη δυναμική και τα χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης, αλλά και τα καθήκοντα που πρέπει να επωμιστεί κατά απόλυτη προτεραιότητα η αριστερά που δεν παραιτείται και επιμένει να αντιστέκεται.
1. Έτσι, μπορούμε από εδώ και πέρα να μιλάμε για μια τάση προς την… «ελληνοποίηση» -τουλάχιστον- του ευρωπαϊκού νότου, στο μέτρο που η μια μετά την άλλη χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία ή ακόμα και η Γαλλία βλέπουν το πολιτικό τους τοπίο να αλλοιώνεται βαθειά κατά το πρότυπο των τεκταινόμενων στην Ελλάδα εδώ και 2-3 χρόνια. Με διαφορετική ένταση αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, το θεμέλιο του πολιτικού τους συστήματος, δηλαδή ο παραδοσιακά ακλόνητος δικομματισμός τους μπαίνει σε βαθειά κρίση (Γαλλία, Ισπανία,…) ή ακόμα και καταρρέει (Ελλάδα, Ιταλία,…) προς όφελος πολιτικών δυνάμεων, μέχρι τότε συχνά άγνωστων, που ανήκουν στα δυο άκρα της πολιτικής σκακιέρας. Σε χρόνο ρεκόρ, τα δυο μεγάλα νεοφιλελεύθερα κόμματά τους της δεξιάς και της αριστεράς που εναλλάσσονταν σταθερά στην εξουσία και άθροιζαν 70%, 80% ή ακόμα και μεγαλύτερα ποσοστά ψήφων, υποχωρούν ή χειρότερα, αποσυντίθενται αθροίζοντας πια λιγότερο από 50%, 40% ή ακόμα και…30% των προτιμήσεων των πολιτών.


Νωπό είναι ακόμη το αίμα του νεαρού ράπερ και αντιφασίστα και ακτιβιστή της αριστεράς Παύλου Φύσσα που μαχαιρώθηκε από Χρυσαυγίτες τα ξημερώματα της προηγούμενης Τετάρτης, προκαλώντας μία πρωτοφανή αντιφασιστική κινητοποίηση χιλιάδων κόσμου στο κέντρο του Κερατσινίου, εκεί που τελέσθηκε το έγκλημα των νεοναζί.
Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, δεν έχει καμία αμφιβολία ότι τα χημικά τα έριξε ο Άσαντ. Ο διαπρεπής Λιβανέζος αναλυτής πιστεύει ότι η διείσδυση των σκληρών ισλαμιστών στον συριακό εμφύλιο είναι "περιορισμένη" και πως οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν έχουν στόχο την ανατροπή του καθεστώτος.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ήρθε στην επικαιρότητα τη στιγμή που οι ιθύνοντες της χώρας αποδέχτηκαν τη θεραπεία λιτότητας που απαίτησαν το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που πυροδότησε σημαντικούς κοινωνικούς αγώνες καθ’ όλη τη διάρκεια του 2010. Από πού προέκυψε όμως αυτό το ελληνικό χρέος; Όσον αφορά το χρέος που επιβαρύνει τον ιδιωτικό τομέα, η αύξησή του είναι πρόσφατη: μια πρώτη αύξηση ακολουθεί την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2001, μια δεύτερη έκρηξη του χρέους εκδηλώνεται μετά το 2007, όταν η οικονομική βοήθεια που δόθηκε στις τράπεζες από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων των Η.Π.Α., από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) χρησιμοποιήθηκε μερικώς από τους τραπεζίτες για χρηματοδότηση προς την Ελλάδα και άλλες χώρες, όπως η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Όσο για το δημόσιο χρέος, η ανάπτυξή του ήταν παλαιότερη. Πέρα από το χρέος που κληρονομήθηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η προσφυγή σε δανεισμό από τη δεκαετία του 1990 και μετά χρησίμευσε στην κάλυψη της τρύπας που είχε ανοίξει στα δημοσιονομικά με τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και στα υψηλά εισοδήματα. Άλλωστε, εδώ και δεκαετίες, πολλαπλά δάνεια είχαν επιτρέψει την χρηματοδότηση αγοράς στρατιωτικού υλικού κυρίως από τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε την εξωπραγματική χρέωση του Δημοσίου για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Τα γρανάζια του δημόσιου χρέους λιπάνθηκαν και από τα λαδώματα των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών, με στόχο την αποκόμιση συμβολαίων: η Siemens αποτελεί ένα εμβληματικό παράδειγμα.
ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα κυβερνήσουν μαζί για μια ακόμη φορά. Την τελευταία. Αποτελεί πράξη ποιητικής δικαιοσύνης ότι τα δύο κόμματα του πάλαι ποτέ δικομματισμού καταδικάσθηκαν να συνυπάρξουν σε μια παρωδία «μεγάλου συνασπισμού», στο πλαίσιο των τελικών σπασμών του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης. Στην πραγματικότητα όμως μαζί κυβερνούσαν και τις τέσσερις προηγούμενες δεκαετίες. Παρά τις μεταξύ τους θεατρικές συγκρούσεις, τάχα φωτός-σκότους, συμπλήρωναν το ένα το άλλο σε μία συμβιωτική σχέση, βασισμένη στην εναλλαγή τους στην εξουσία. Μαζί δημιούργησαν το πλέγμα πελατειακών σχέσεων που ακόμη δυναστεύει τη χώρα. Και η πατρωνεία δεν περιορίζεται μόνον στην δημόσια διοίκηση, ούτε στους διορισμούς των εκλεκτών ή των δυστυχισμένων που αναζητούσαν και εύρισκαν «προστασία». Η βασικότερη εκδήλωση των πελατειακών σχέσεων εκδηλώνεται στην κορυφή, όπου πολιτικές και οικονομικές ελίτ συμφύρονται σε ένα τρίγωνο νόμιμης διαφθοράς που ενώνει κόμματα, μεγαλοεργολάβους και ΜΜΕ στο μέρισμα του δημόσιου χρήματος.
Εξήντα οκτώ χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και την ήττα του φασισμού και του ναζισμού και να που γινόμαστε μάρτυρες σχεδόν παντού στην Ευρώπη της ανόδου της άκρας δεξιάς. Όμως, ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι βλέπουμε να εμφανίζονται και να αναπτύσσονται στα δεξιά αυτής της άκρας δεξιάς δυνάμεις καθαρά νεοναζιστικές που, σε μερικές περιπτώσεις (Ελλάδα, Ουγγαρία,…) ριζώνουν στη κοινωνία συγκροτώντας κινήματα λαϊκά, μαζικά, ριζοσπαστικά, ρατσιστικά, εξαιρετικά βίαια και πογκρομικά με διακηρυγμένο στόχο την καταστροφή κάθε συνδικαλιστικής, πολιτικής και πολιτιστικής οργάνωσης των εργαζομένων, τη συντριβή κάθε αντίστασης των πολιτών, την άρνηση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα και την –ακόμα και φυσική- εξόντωση των «διαφορετικών» και των πιο αδύναμων.
Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν φαινόμενα διαλυτικά τόσο για την δημοκρατία όσο και την κοινωνική συνοχή. Το σημαντικότερο σχετικό νομικό κείμενο για την αντιμετώπιση τους είναι η Διεθνής Σύµβαση για την Κατάργηση κάθε µορφής Φυλετικών Διακρίσεων του 1966. Αυτή προβλέπει ότι τα κράτη δεσμεύονται "να καθιστούν αξιόποινη κάθε διάδοση ιδεών µε βάση τη φυλετική ανωτερότητα ή το φυλετικό µίσος, κάθε παρότρυνση σε φυλετική διάκριση, καθώς και όλες τις πράξεις βίας, που στρέφονται κατά οποιασδήποτε φυλής ή οµάδας προσώπων άλλου χρώµατος ή εθνοτικής προέλευσης".
Η μεγάλη διεθνής κρίση, που
Λαμβάνοντας υπόψη ότι από τον 15ο αιώνα το χρέος έχει αποτελέσει το κύριο ιστορικό μέσο του αποικισμού για τη λεηλασία, ηγεμόνευση, καθυπόταξη, εξευτελισμό και καταστροφή των Λαών και των παραδόσεών τους,
-Αντιμέτωποι με την τρέχουσα κρίση του δημόσιου χρέους, αναφέρεστε σε έναν έλεγχο του για να μην πληρωθεί το παράνομο χρέος. Πόσο χρέος θα πρέπει να θεωρείται ως τέτοιο;

Ξεκίνησε ήδη η συζήτηση στην Αυγή γύρω από το χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει η επόμενη Βουλή, με ευκαιρία την πρόταση που έχω διατυπώσει στο πρόσφατο βιβλίο μου «Κρίση και Διέξοδος» και επανέφερα με την ομιλία μου στην Επιτροπή για τις αλλαγές στο κράτος και το πολιτικό σύστημα του ΣΥΡΙΖΑ, στις 21.2.2013. Το ξεκίνημα δεν έγινε με τους καλύτερους όρους, δεδομένου ότι ο συνάδελφος Δημήτρης Χριστόπουλος στο άρθρο του της περασμένης Κυριακής με τίτλο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του συνταγματικού βερμπαλισμού» επέλεξε να αρθρογραφήσει κυρίως με χαρακτηρισμούς (περί «ελαφρότητας», «ανούσιας φλυαρίας» κ.λ.π.) παρά με επιχειρήματα. Προφανώς καθένας μας διαλέγει το ύφος και το ήθος που θέλει να τον προσδιορίζουν, φοβάμαι όμως ότι ο αρθρογράφος δεν έχει καταλάβει την άποψη μου, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει και τι γράφει προς αντίκρουσή της.
Για να βγει από την κρίση του ο καπιταλισμός δεν καταβροχθίζει μόνο ανθρώπινες ζωές. Τρώει, επιπλέον, από τις ίδιες του τις σάρκες, καταστρέφει πάγιο κεφάλαιο. Το κεφάλαιο όμως αυτό, συμβαίνει να είναι, ταυτοχρόνως, και τα μέσα παραγωγής, τα εργαλεία, οι μηχανές, οι υποδομές, από την χρήση των οποίων ζουν και αναπαράγονται οι εργαζόμενες τάξεις (και το σύνολο του πληθυσμού). Η τάξη των κεφαλαιοκρατών, κρατώντας στα χέρια της την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, θεωρεί δικαίωμά της να τα καταστρέφει, και όντως τα καταστρέφει, όταν αυτά δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως κεφάλαιο, δηλαδή όταν δεν αποφέρουν το επιθυμητό κέρδος. Καταστρέφει έτσι και τους υλικούς όρους συντήρησης και αναπαραγωγής των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων που οδηγούνται αυτές οι ίδιες πλέον σε καταστροφή. Η ανθρωπιστική κρίση απορρέει από το δικαίωμα της τάξης των κεφαλαιοκρατών να καταστρέφουν τις υλικές προϋποθέσεις της ζωής μας όταν αυτές δεν λειτουργούν ικανοποιητικά ως κεφάλαιο.