Πανδημία: η «κανονικοποίηση» του θανάτου και η αφωνία της Αριστεράς

Πανδημία: η «κανονικοποίηση» του θανάτου και η αφωνία της Αριστεράς

του Πάνου Κοσμά

Όταν, μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου, οι νεκροί από την πανδημία δεν ξεπερνούσαν τον αριθμό των 30 καθημερινά και οι διασωληνωμένοι τον αριθμό των 300, όλες τις πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανόμενων όλων των δυνάμεων της Αριστεράς, διακατείχε το σύνδρομο της σιωπής. Κάποια στιγμή στις αρχές Οκτωβρίου (στις 4 Οκτωβρίου για την ακρίβεια), ο Ευάγγελος Βενιζέλος διαμαρτυρήθηκε πραγματοποιώντας δημόσια επανεμφάνιση: «Δεν είναι δυνατόν να είμαστε εμείς αυτή τη στιγμή με 17 νεκρούς ανά εκατομμύριο κατοίκων και η Πορτογαλία με 2 […] έχουμε εξοικειωθεί με το να πεθαίνουν σχεδόν 300 άνθρωποι την εβδομάδα ». Το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να μην υστερήσει, καταθέτοντας ερώτηση προς τον πρωθυπουργό με πανομοιότυπο περιεχόμενο: «από τον Αύγουστο και μετά, η Ελλάδα βρίσκεται διαρκώς στις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη σε θύματα ανά εκατομμύριο κατοίκους». Η μόνη συγκεκριμένη αιχμή που εμπεριείχε η ερώτησή του προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν «γιατί δεν προχωράει το εμβολιαστικό πρόγραμμα» – θεωρούσε προφανώς ότι ο ίδιος είχε κάμει το καθήκον του ως προς το εμβολιαστικό πρόγραμμα σηκώνοντας από τις αρχές καλοκαιριού τη σημαία του «Όχι στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού» για τους εργαζόμενους στον τομέα υγείας… Κατά τα άλλα, η εκκωφαντική σιωπή από όλο το εύρος των δυνάμεων της Αριστεράς συνεχίστηκε όχι μόνο τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο αλλά και τον Οκτώβριο και σήμερα!

Από την άλλη πλευρά, της κυβέρνησης, για το μόνο που δεν μπορεί να κατηγορηθεί είναι η έλλειψη γραμμής. Η οποία είναι σαφέστατη: υπάρχουν πλέον τα εμβόλια, όποιος/α θέλει να προστατευτεί, ας εμβολιαστεί. Με τα λόγια του υπουργού Εσωτερικών Μάκη Βορίδη: «Η συντριπτική πλειοψηφία [σ.σ. ο υπουργός έχει προφανώς υπόψη του κάποια διεξαχθείσα ψηφοφορία και ίσως θεωρεί ‘‘συντριπτική πλειοψηφία’’ το περίπου 60% των εμβολιασμένων] δεν θα υποστεί καταστροφικές συνέπειες σε επίπεδο οικονομικό, δημοσιονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, ελευθεριών γιατί κάποιοι, ενώ έχουν τη λύση, επιλέγουν να μην τη χρησιμοποιούν». Όσο για τις προτάσεις της αρμόδιας Επιτροπής, αυτή «απαντά όταν της τίθενται ερωτήματα».

Είναι λοιπόν όχι απλώς φανερό, αλλά ομολογημένο με τον πλέον ωμό τρόπο: η γραμμή της κυβέρνησης είναι μίγμα ανοσίας αγέλης και εμβολιασμού: όσοι/ες δεν εμβολιαστούν, θα νοσήσουν τους επόμενους μήνες -με δική τους αποκλειστική ευθύνη- και, είτε με εμβόλια είτε με νόσηση και εν τέλει με τον συνδυασμό τους, θα κτιστεί το τείχος ανοσίας.

«Κανονικοποίηση» του θανάτου

Αφήνοντας προς το παρόν κατά μέρος τη γραμμή της κυβέρνησης και την εκκωφαντική σιωπή της Αριστεράς, θα πρέπει να εκτιμήσουμε την κατάσταση. Από τον Αύγουστο και ύστερα άρχισε να καταγράφεται ανοδική τάση σε αριθμό κρουσμάτων, διασωληνωμένων και νεκρών. Στον δημόσιο λόγο άρχισε να γίνεται λόγος για 4ο κύμα της πανδημίας – και σωστά, αν λέγοντας «κύμα» εννοούμε έξαρση της πανδημίας με σημαντική αύξηση κρουσμάτων, αλλά κυρίως διασωληνωμένων και νεκρών. Μπορούμε να μιλάμε για 4ο κύμα αν μη τι άλλο γιατί και συνεχή ανοδική τάση έχουμε και οι αριθμοί σε όλα τα στατιστικά στοιχεία είναι μεγαλύτεροι απ’ ό,τι του πρώτου κύματος. Για όσο διάστημα -μέχρι και τα μέσα Οκτωβρίου περίπου- η ανοδική τάση του 4ου κύματος δεν ήταν ισχυρή, το ζήτημα της πανδημίας είχε βγει από την πολιτική ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο, με τη συνενοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων! Είχε συμβεί το απίστευτο: ο θάνατος είχε κανονικοποιηθεί! Όλες οι πολιτικές δυνάμεις έμοιαζαν σαν να απολάμβαναν τα αγαθά της «επιστροφής στην κανονικότητα» και να είχαν μόλις ξεφορτωθεί έναν «μπελά»: να μιλούν και να προτείνουν λύσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας…
Όταν ο Βαγγέλης Βενιζέλος αποφάσισε να «επανεμφανιστεί» πολιτικά και έσπασε τη σιωπή για την πανδημία -για λόγους εντελώς άσχετους με την πανδημία και τους νεκρούς της-, ο Αλέξης Τσίπρας δεν θέλησε να υστερήσει και έσπασε τη σιωπή του, αλλά μόνο προσωρινά.

Όταν, στα μέσα προς τα τέλη Οκτωβρίου, το 4ο κύμα πήρε απότομη κλίση προς τα πάνω, με τον αριθμό των νεκρών να ξεπερνά τους 40 ή και τους 50 και τους διασωληνωμένους να ξεπερνούν τους 450, αυτή η ιδιότυπη «συνωμοσία της σιωπής» έσπασε αναγκαστικά. Πρέπει όμως να κρατήσουμε το θλιβερό συμπέρασμα: η κυβέρνηση κατάφερε να «κανονικοποιήσει» τον θάνατο, που σημαίνει κατάφερε να επικρατήσει η άποψη ή αίσθηση ότι 20-30 νεκροί την ημέρα από κορονοϊό είναι «φυσιολογικό», «αποδεκτό» κόστος. Η κοινωνική ευαισθησία για το ανθρώπινο κόστος της πανδημίας, που στα τρία πρώτα κύματα κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα, στο 4ο κύμα αποκλιμακώθηκε ραγδαία – και πρέπει να μας απασχολήσει γιατί.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτή η «κανονικοποίηση» του θανάτου υπήρξε μια μεγάλη πολιτική νίκη της κυβέρνησης εναντίον της Αριστεράς. Επανέφερε την κυριαρχία των συστημικών κριτηρίων όσον αφορά το ανθρώπινο κόστος της πανδημίας. Στην αξιακή κλίμακα ανθρώπινη ζωή και ανθρώπινη αλληλεγγύη – «ατομική ελευθερία» – οικονομία υπήρξε θεαματική μετατόπιση από το πρώτο προς το δεύτερο και το τρίτο: η «ατομική ελευθερία» και η οικονομία αναδείχθηκαν σε κυρίαρχες αξίες. Η ίδια η «οικονομία» έγινε ένα από τα συστατικά της «ατομικής ελευθερίας»: να είμαστε ελεύθεροι να δουλεύουμε και να καταναλώνουμε χωρίς περιορισμούς, αυτό είναι πιο σημαντικό από τις «παράπλευρες απώλειες» της πανδημίας: τις ανθρώπινες ζωές, τη φρικτή εμπειρία της διασωλήνωσης για χιλιάδες ανθρώπους, τα χιλιάδες διά βίου θύματα της long covid, τα χιλιάδες θύματα άλλων ασθενειών που στερούνται ιατρικής φροντίδας επειδή το σύστημα δημόσιας υγείας παραμένει υπερκορεσμένο από τις νοσηλείες θυμάτων του κορονοϊού. Με την «κανονικοποίηση» του θανάτου δεν κατήγαγε νίκη μόνο η κυβέρνηση εναντίον της Αριστεράς αλλά και οι ακροδεξιοί συνοδοιπόροι της, που πέτυχαν να ηγεμονεύσουν οι δικές τους ανάξιες αξίες της «ελευθερίας» που σε συνθήκες πανδημίας μεταφράζονται στο μήνυμα: πλήρης ελευθερία στην κατανάλωση και την παραγωγή – κι όποιος/α επιβιώσει… 

Για να έχουμε ένα μέτρο του πόσο σημαντική και σχεδόν αφύσικη είναι για την κυβέρνηση αυτή της η επιτυχία να «κανονικοποιήσει» τον θάνατο, ας σκεφτούμε ότι αυτή η κυβέρνηση χρωστά ένα μέρος του νικηφόρου εκλογικού της ποσοστού στις εκλογές του 2019 στην εργαλειακή πολιτική αξιοποίηση των νεκρών στο Μάτι. Η ιστορία θα γράψει ότι η Δεξιά και η άκρα δεξιά κατάφεραν να κάνουν πολύ μεγαλύτερη «φασαρία» και να αξιοποιήσουν πολιτικά με ασύστολο αμοραλισμό και κυνισμό τους/τις 102 νεκρούς/ές στο Μάτι, ενώ η Αριστερά κατάφερε να βρεθεί σε θέση αμηχανίας και αφωνίας σε συνθήκες που εξαιτίας μιας επίσημα ανακηρυγμένης πανδημίας πέθαιναν 30 άνθρωποι κάθε μέρα και οι διασωληνωμένοι ήταν σταθερά περί τους 300!

Το θέμα είναι τώρα τι λες…

Θα πρέπει τώρα να θέσουμε τα αυτονόητα ερωτήματα: Πώς εξηγείται αυτού του τύπου η «κανονικοποίηση» του θανάτου; Πώς εξηγείται η εκκωφαντική αφωνία της Αριστεράς σε τέτοιες συνθήκες; Τι πρέπει να γίνει-τι πρέπει να προτείνει η Αριστερά στις συνθήκες έξαρσης του 4ου κύματος της πανδημίας; Και ας αρχίσουμε από το τελευταίο για να ξετυλίξουμε το νήμα των συλλογισμών ανάποδα. Η Αριστερά (θα έπρεπε να) διαφέρει από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις κατά τούτο: ότι δεν είναι απλώς δύναμη που ασκεί κριτική στην κυβερνητική πολιτική, αλλά δύναμη που αισθάνεται την υποχρέωση να προτείνει λύσεις και να αγωνιστεί για να επιβληθούν οι λύσεις που θεωρεί δίκαιες. Από αυτή την άποψη, η κατάσταση είναι πραγματικά θλιβερή: η Αριστερά όχι μόνο δεν προτείνει λύσεις -και επομένως δεν υπάρχει αντικείμενο αγώνα για να επιβληθούν αυτές οι λύσεις-, αλλά μέχρι πρότινος είχε παραιτηθεί και από την κριτική προς την κυβέρνηση, ακόμη και την απλή αναφορά στα τεκταινόμενα περί την πανδημία!

Στη συνέχεια των προαναφερθεισών δηλώσεών του, ο Μάκης Βορίδης έθεσε τα κατ’ αυτόν κρίσιμα ερωτήματα: «Υπάρχει σήμερα πολιτική δύναμη που λέει υποχρεωτικότητα [σ.σ. του εμβολιασμού] με κυρώσεις σε όλους; Υπάρχει πολιτική δύναμη που υποστηρίζει το lockdown;». 

Ο Μάκης Βορίδης έθεσε τα συγκεκριμένα ερωτήματα γιατί γνωρίζει ότι έτσι θέτει προ των αδιεξόδων της την Αριστερά. Πράγματι: Ενώ περιοχές είναι στο «κόκκινο», όπως για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη, η Αριστερά πέραν τυου να υποδεικνύει τις κυβερνητικές ευθύνες, δεν προτείνει τίποτε απολύτως! Δηλαδή; Άσ’ το να συμβαίνει και ρίξτε το ανάθεμα στην κυβέρνηση; Δηλαδή δικαιώνουμε την κυβερνητική άποψη ότι από τη στιγμή που υπάρχουν τα εμβόλια η ευθύνη για τους θανάτους κ.λπ. ανήκει αποκλειστικά σε όσους/ες δεν εμβολιάζονται; Η Αριστερά που δεν εναντιώθηκε σε οποιουδήποτε είδους τιμωρητικό μέτρο για τον εμβολιασμό, τώρα θα συναινέσει σε τιμωρία εις θάνατον όσων δεν εμβολιάζονται και νοσούν βαριά από covid-19, αλλά και ενός μικρού ποσοστού εμβολιασμένων που ξεπερνά πλέον το 15%;!! Ό,τι άποψη κι αν έχει κανείς για το ζήτημα της υποχρεωτικότητας των εμβολίων, είναι απάνθρωπο, κτηνώδες, θανάσιμο πολιτικό λάθος να συναινούμε διά της αφωνίας στην τιμωρία εις θάνατον ενός ποσοστού όσων δεν εμβολιάζονται! Και επειδή όταν κορυφώνεται ένα κύμα πανδημίας, ο αριθμός νεκρών και διασωληνωμένων αυξάνεται και όλα αυτά συμβαίνουν τώρα, σήμερα κι όχι αύριο, πρέπει να προταθεί κάτι για το σήμερα. Και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι περιοριστικά μέτρα -υποχρεωτικά ασφαλώς- όπως τοπικά lockdown, γενίκευση της χρήσης μασκών και απαγόρευση μετακινήσεων από, προς και μεταξύ «κόκκινων» περιοχών. Μόνο αυτά τα μέτρα μπορούν να δώσουν άμεσες λύσεις σε ένα πρόβλημα που είναι πλέον άμεσο και οξύ.

Ωστόσο, αν θέλουμε όχι μόνο να αντιμετωπίσουμε το τρέχον κύμα της πανδημίας αλλά και να προλάβουμε τα επόμενα, αυτό υποχρεώνει σε μια θέση για τα εμβόλια ικανή να φέρει ουσιαστική αύξηση του ποσοστού των εμβολιασμένων. Η κυβέρνηση, έχοντας επιλέξει τη γραμμή της ανοσίας αγέλης και της ατομικής ευθύνης στο ζήτημα του εμβολιασμού, αρνείται την καμπάνια ενημέρωσης. Η Αριστερά είναι σωστό να πιέσει για καμπάνια ενημέρωσης. Όχι όμως γιατί αυτή η καμπάνια θα άλλαζε ουσιαστικά τα δεδομένα όσον αφορά τα ποσοστά εμβολιασμού, αλλά γιατί η κυβερνητική άρνηση απορρέει κατ’ αρχάς από την κυβερνητική γραμμή της ανοσίας αγέλης. Θα συνιστούσε λοιπόν μεγάλη αυταπάτη, αλλά και πολιτική θρασυδειλία να κρυφτεί η Αριστερά πίσω από την κυβερνητική ευθύνη της μη διεξαγωγής καμπάνιας ενημέρωσης.

Το πρόβλημα με τη γραμμή της Αριστεράς, στη συντριπτική πλειονότητα των οργανώσεων και ρευμάτων της, είναι ότι έχει εγκλωβιστεί στην αντιφατική θέση «καθολικός εμβολιασμός-όχι στην υποχρεωτικότητα» του εμβολιασμού. Ότι, ακόμη χειρότερα, υποστήριξε τη θέση «όχι στην υποχρεωτικότητα» ακόμη και στην περίπτωση του εμβολιασμού των υγειονομικών ή των εργαζομένων σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, μετατρέποντας ντε φάκτο το «Όχι στην υποχρεωτικότητα» σε… εργατικό δικαίωμα. Τώρα γίνονται φανερές οι καταλυτικά διαβρωτικές και εγκλωβιστικές συνέπειες της θέσης «Όχι στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού» -και μάλιστα για υγειονομικούς και εργαζόμενους σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Όταν αρνείσαι την υποχρεωτικότητα ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις:
α. Μπορείς να στηρίξεις μια τέτοια θέση μόνο στο «πρόταγμα» της «ατομικής ελευθερίας» και της «αυτοδιάθεσης του σώματος» – ελευθερίας και αυτοδιάθεσης που στρέφονται ευθέως κατά της κοινωνικής αλληλεγγύης. Προσφέρεις αριστερό άλλοθι στους ακροδεξιούς libertarians να κάνουν ηγεμονική τη δική τους έννοια της ελευθερίας.

β. Εγκλωβίζεσαι στη γενικότερη άρνηση των υποχρεωτικοτήτων στην αντιμετώπιση της πανδημίας: Αν υποστηρίζεις το «Όχι στην υποχρεωτικότητα» ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις, πώς θα υποστηρίξεις την υποχρεωτικότητα του lockdown αν αυτό καταστεί αναγκαίο; Ακόμη και τη γενικευμένη χρήση μάσκας θα δυσκολευτείς να υποστηρίξεις…

γ. Αν καλύπτεις πολιτικά και συνδικαλιστικά τους αρνητές του εμβολιασμού στον χώρο της υγείας, πόση αξιοπιστία απομένει για τη θέση σου περί της αναγκαιότητας καθολικού εμβολιασμού;

Και ήδη όλες αυτές οι συνέπειες έχουν καταγραφεί˙ και η τραγική, αφύσικη αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει στοιχειωδώς λόγο και να προτείνει κάτι είναι αποτέλεσμα της διαβρωτικής δράσης των συνεπειών αυτής της της θέσης.

Επειδή η κυβέρνηση έχει σωστά «διαβάσει» τον εγκλωβισμό της Αριστεράς, γι’ αυτό ο Βορίδης απευθύνει το «τρομερό» ερώτημα: υπάρχει πολιτική δύναμη που είναι υπέρ του lockdown και της υποχρεωτικότητας; Μέχρι στιγμής καμία δύναμη της Αριστεράς δεν σήκωσε το χέρι… Οπότε, ποιος είναι ο αναπόφευκτος συνειρμός; Αν όχι lockdown ούτε υποχρεωτικότητα, τότε δεν μένει τίποτε άλλο: όσοι θέλουν ας εμβολιαστούν – για τους υπόλοιπους… καλή τύχη! Απομένει δηλαδή μόνο η ντε φάκτο συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική της ανοσίας αγέλης… Μπορεί μάλιστα κανείς να προβλέψει κάτι ακόμη τραγικότερο: μπροστά στην κλιμάκωση του 4ου κύματος να μετατοπιστεί η κυβέρνηση από την καθαρή εκδοχή της ανοσίας αγέλης αλλά όχι η Αριστερά… 

Σε αυτό το σημείο ας ξαναγυρίσουμε στον Βαγγέλη Βενιζέλο και μέσω αυτού στον Αλέξη Τσίπρα. Σε νέο του άρθρο στις 6 Νοεμβρίου στο Athens Voice ο Β. Βενιζέλος δήλωσε: «Η επέκταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε όλες τις κατηγορίες του προσωπικού του δημοσίου που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση της πανδημίας και σε όλες τις δραστηριότητες υγειονομικού ενδιαφέροντος του ιδιωτικού τομέα είναι οφειλόμενη ενέργεια του κράτους». Κάτι μας λέει ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα φροντίσει ξανά να μην υστερήσει – και ήδη υπήρξε σχετική αρθρογραφία για αλλαγή ρότας του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τα εμβόλια… Το ζήτημα είναι όμως ότι αυτοί/ές που πεθαίνουν είναι, σε μεγάλο ποσοστό, ηλικιωμένοι ανεμβολίαστοι. Η επέκταση της υποχρεωτικότητας που προτείνει ο Βενιζέλος -και πιθανότατα οσονούπω ο ΣΥΡΙΖΑ, ίσως και η κυβέρνηση- πώς θα τους βοηθήσει; Η Αριστερά δεν (πρέπει να) έχει κριτήριό της τις επικοινωνιακής χρήσης και προπαγανδιστικής κοπής προτάσεις ή μια πολιτική πρόζα επίδειξης ενδιαφέροντος, αλλά τις προτάσεις που δίνουν λύσεις, αποτελεσματικές και κοινωνικά δίκαιες λύσεις.

Ποια κριτική στην κυβέρνηση και ποιες λύσεις;

Η κριτική προς την κυβέρνηση ότι αποτυγχάνει να αποσοβήσει το υγειονομικό κόστος της πανδημίας θα είναι εντελώς αναξιόπιστη και προσχηματική αν δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα μπορούσε αυτό να επιτευχθεί. Και δεν υπάρχει κάτι ευφάνταστο που δεν έχει σκεφτεί κανείς ως τώρα, αλλά ένας συνδυασμός περιοριστικών μέτρων και μέτρων που θα αυξήσουν ουσιαστικά (τουλάχιστον πάνω από το 75%) το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης:

  1. Τοπικά lockdown στις «κόκκινες» περιοχές και απαγόρευση μετακινήσεων από και προς άλλες περιοχές, που πρέπει να μετατραπούν σε γενικό lockdown αν δεν αναχαιτιστεί άμεσα το 4ο κύμα:

Γιατί απλά είναι αδιανόητο να παρακολουθούμε την «παρέλαση των νεκρών» σαν υπνωτισμένοι! Μια τέτοια θέση θα μας φέρει σε -καλοδεχούμενη και άκρως αναζωογονητική- αντιπαράθεση όχι μόνο με την κυβέρνηση αλλά και με άλλες δυνάμεις του συστήματος. Για παράδειγμα, ο «πολύς» Βαγγέλης Βενιζέλος έχει να πει κάτι για το ζήτημα του εμβολιασμού (μια μικρή διεύρυνση της κυβερνητικής πολιτικής «δειγματοληπτικής» υποχρεωτικότητας), αλλά τη λέξη lockdown την έχει διαγράψει από το λεξιλόγιό του – όπως και όλοι οι παράγοντες του συστήματος. Δεν έχουν σκοπό να τα βάλουν με τα αφεντικά (που θέλουν να «δουλέψουν» πάση θυσία) ούτε με τον εκλογικό τους «λαό» που δεν θέλει όρια στην «ελευθερία» μετακίνησης και κατανάλωσης υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα. Δεν έχουν επίσης σκοπό να συνεχίσουν την πολιτική στήριξης (ό,τι και ήταν αυτή) κλάδων και εργαζομένων. Το μήνυμα από τις αρμόδιες αρχές της Ε.Ε. είναι σαφές: για την Ελλάδα τέλειωσε (πριν τελειώσει για όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ) η δημοσιονομική ευελιξία. Η πρόταση για περιοριστικά μέτρα θα προσκρούσει στη γενικευμένη άρνηση των δυνάμεων του συστήματος στο όνομα των «δημοσιονομικών αναγκών». Ευκαιρία λοιπόν για την Αριστερά να ξανανοίξει το κεφάλαιο τη αντιπαράθεσης με τις πολιτικές της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με τις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες και με τους όρους διεθνούς επιτήρησης της ελληνικής χρεοκοπίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα δυσκολευτεί πολύ να πάρει θέση για περιοριστικά μέτρα. Μεταξύ άλλων, θα βρεθεί στην άβολη θέση να ελέγχεται για «αντιαναπτυξιακή» πολιτική στάση και να πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα «πού θα βρεθούν τα λεφτά» – εκτός αν η εξέλιξη της πανδημίας πανευρωπαϊκά υποχρεώσει τις ευρωπαϊκές αρχές να επιστρέψουν σε συντονισμένες πολιτικές περιοριστικών μέτρων, παρατείνοντας αναλόγως τη δημοσιονομική «ευελιξία» – κάτι μάλλον απίθανο στο προβλεπτό μέλλον. Είναι μάλιστα πιθανό να προτιμήσει να υποχωρήσει στην κυβερνητική τακτική της «δειγματοληπτικής», προσχηματικής και εργαλειακής υποχρεωτικότητας της κυβέρνησης παρά να υποχωρήσει στο ζήτημα των περιοριστικών μέτρων. Το ΚΚΕ θα ζοριστεί επίσης. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά όμως, δεν έχει κανένα λόγο να ζοριστεί…

  1. Επαναφορά της (υποχρεωτικής…) χρήσης μάσκας σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους για όλους/ες (κι όχι μόνο στις «κόκκινες» περιοχές, αλλά και σε αυτές που θέλουμε να προλάβουμε να μη γίνουν «κόκκινες»):

Γιατί τον ιό μεταδίδουν και οι εμβολιασμένοι (έστω και λιγότερο ή και πολύ λιγότερο), κυρίως όμως γιατί όλοι/ες μαζί, στο όνομα της κοινωνικής αλληλεγγύης, πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Γιατί είμαστε ενάντια στην πολιτική ανοσίας αγέλης-ατομικής ευθύνης. Το να σωθούν οι ανεμβολίαστοι (αλλά, μην ξεχνάμε, και ένα μικρό μεν αλλά υπαρκτό ποσοστό εμβολιασμένων) δεν είναι δική τους ατομική ευθύνη αλλά συλλογική κοινωνική ευθύνη. Η κοινωνική αλληλεγγύη έχει θέση εδώ κι όχι στην υποστήριξη της άρνησης του εμβολιασμού!

  1. Καθολικός υποχρεωτικός εμβολιασμός:

Εδώ απαιτούνται περισσότερες επεξηγήσεις. Πρώτον, η κυβέρνηση δεν έχει πολιτική ούτε καθολικού ούτε υποχρεωτικού εμβολιασμού. Δεν ποντάρει στην ουσιαστική αύξηση του ποσοστού εμβολιαστικής κάλυψης μέσω της υποχρεωτικότητας και έχει παραιτηθεί από τον στόχο δημιουργίας τείχουες ανοσίας. Έχει πολιτική προσχηματικής, στοχευμένης υποχρεωτικότητας (που προς το παρόν ίσχυσε μόνο για τους υγειονομικούς), που αποσκοπεί όχι σε ουσιαστικά πρακτικά αποτελέσματα αλλά σε εργαλειακή χρήση: για να προσποιηθεί ότι κάνει ό,τι μπορεί (έχοντας «θεούς και δαίμονες» αλλά και την Αριστερά απέναντί της) και για να τεκμηριώσει ότι πλέον η σωτηρία είναι στο χέρι καθενός και καθεμιάς από τη στιγμή που υπάρχει το εμβόλιο. Αν τα πράγματα με το 4ο κύμα γίνουν πιο ζοφερά, μπορεί να προσποιηθεί ξανά διευρύνοντας λίγο τις ειδικές κατηγορίες όπου θα επιβληθεί η υποχρεωτικότητα. Σε καμία περίπτωση δεν θα επιβάλει καθολική υποχρεωτικότητα, για πολλούς λόγους, εκ των οποίων οι βασικότεροι είναι: Δεν θέλει να έρθει σε αντιπαράθεση σε όλη τη γραμμή με το εκλογικό και πολιτικό της ποίμνιο (γι’ αυτό εκτέθηκε από τον Σεραφείμ όσον αφορά τα rapid test στις εκκλησίες)˙ δεν θέλει να προσβάλει το διευθυντικό δικαίωμα των εργοδοτών να διαχειρίζονται κατά το δοκούν το ζήτημα του εμβολιασμού των εργαζομένων αναλαμβάνοντας αυτή την ευθύνη το κράτος˙ δεν θέλει το ζήτημα να τεθεί με όρους καθολικούς και κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά με όρους ατομικής ευθύνης (όποιος/α θέλει να σωθεί, υπάρχει το εμβόλιο) και πολιτικής ευθύνης (της ανεύθυνης Αριστεράς που υποστηρίζει τους αρνητές)˙ δεν θέλει να τεθεί ζήτημα υποχρεωτικού εμβολιασμού αυτών που πρέπει να σωθούν αλλά μόνο αυτών που οφείλουν να προφυλάξουν τους άλλους από τη νόσηση. Η κυβερνητική πολιτική στο ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού πρέπει να καταγγελθεί γι’ αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που προσποιείται ότι είναι (χωρίς να είναι): πολιτική προσχηματική, τμήμα της γενικότερης πολιτικής της ανοσίας αγέλης. Καταγγέλλοντάς την σαν πολιτική υποχρεωτικού εμβολιασμού, ενώ είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό, δεν κάνουμε απλώς λάθος, αλλά γινόμαστε άθελά μας αρωγοί στο κυβερνητικό σχέδιο.

Είναι μάλλον η τελευταία ευκαιρία για την Αριστερά να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει εξαρχής με τα εμβόλια: να πάρει θέση υπέρ του καθολικού υποχρεωτικού εμβολιασμού, ενάντια στην κυβερνητική πολιτική της «δειγματοληπτικής», προσχηματικής, εργαλειακού χαρακτήρα , ανούσιας όσον αφορά το πρακτικό της αποτέλεσμα και ενταγμένης στην πολιτική ανοσίας αγέλης «υποχρεωτικότητας», εξηγώντας γιατί:

Γιατί πρέπει να προστατευτεί όλος ο πληθυσμός. Όχι μόνο τα ειδικά επαγγέλματα που προσφέρουν υπηρεσίες σε «άλλους», αλλά και αυτοί οι ίδιοι οι «άλλοι».

Γιατί πρέπει να εμβολιαστούν όλοι οι ηλικιωμένοι κι όχι μόνο όσοι τους φροντίζουν στις μονάδες υγείας και στους οίκους ευγηρίας.

Γιατί πρέπει να εμβολιαστούν όλοι οι εργαζόμενοι με ευθύνη και εποπτεία του κράτους κι όχι των εργοδοτών˙ γιατί πρέπει να προστατευτεί η τάξη μας από τον θάνατο, τη βαριά νόσηση, τη long covid.

Γιατί, τέλος, πρέπει να σταματήσει η ασυλία σε οποιαδήποτε «ειδική κατηγορία»: μπάτσους, δικαστές, βουλευτές, παπάδες κι επισκόπους, εκκλησιαζόμενους, ακροδεξιούς ψηφοφόρους. Για ποιον λόγο σηκώνοντας τη σημαία της άρνησης της υποχρεωτικότητας να αναγνωρίσουμε σε όλους αυτούς το «δικαίωμα» της άρνησης του εμβολιασμού (προς μεγάλη μάλιστα ικανοποίηση της κυβέρνησης);

  1. Ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας (σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια φροντίδα) και επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας (κι όχι κίνητρα για να δουλέψουν «εκτάκτως» ιδιώτες γιατροί στο δημόσιο σύστημα):
    Τα αιτήματα αυτά έχουν άμεση αλλά και γενικότερη-στρατηγική σημασία: Άμεση γιατί οι ανάγκες νοσηλείας αυξάνονται˙ γενικότερη, γιατί το δημόσιο σύστημα υγείας αποκαλύφθηκε πως είναι υποβαθμισμένο σε οριακά επίπεδα, σε μια εποχή που η νοσηρότητα αυξάνεται και οι ειδικοί ήδη προβλέπουν την έλευση νέων πανδημιών. Δεν μπορούν όμως να είναι τα μοναδικά και μάλιστα να υποκαθιστούν τα αιτήματα που αφορούν περιοριστικά μέτρα ή μέτρα για τα εμβόλια, ιδιαίτερα μάλιστα όταν κορυφώνεται ξανά ένα κύμα της πανδημίας. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο να περιθάλψουμε με επάρκεια όσους/ες νοσούν, αλλά να περιορίσουμε όσο περισσότερο μπορούμε τον αριθμό των νοσούντων, κι αυτό το τελευταίο σημαίνει περιοριστικά μέτρα και εμβόλια.

Θα μπορούσαν να ειπωθούν και επεξηγηθούν πολλά πάνω σε ένα τέτοιο πλαίσιο αιτημάτων της Αριστεράς – εδώ τίθενται τα πιο κρίσιμα σημεία σε αδρές γραμμές. Όμως μόνο με ένα τέτοιο πλαίσιο θέσεων, με μια τέτοια γραμμή μπορεί η Αριστερά να ξαναμπεί στο παιχνίδι, να απεγκλωβιστεί από την κατάσταση αμηχανίας και αφωνίας στην οποία έχει καθηλωθεί. Αν το κάνει, μπορεί να περιορίσει τις απώλειες από τα λάθη της στο ζήτημα του εμβολιασμού και να δώσει ουσιαστικές μάχες με την κυβέρνηση και τις δυνάμεις του συστήματος σε πολλά επίπεδα γράφοντας στις σημαίες της αιτήματα-συνθήματα όχι αλλότρια αλλά σύμφωνα με τα δικά της προτάγματα και αξίες. Αν δεν το κάνει, η σημερινή της αμηχανία και αφωνία θα κλιμακωθεί σε ουσιαστική και ίσως οριστική απόσυρση από το πεδίο της ταξικής πάλης όσον αφορά την πανδημία, σε μια ήττα που θα προσθέσει τις δικές της διαλυτικές συνέπειες σε αυτές των προηγούμενων.

ΠΗΓΗ: https://commune.org.gr/