Ukraine

Οικοδομώντας το αντιπολεμικό κίνημα

Σχολιασμός για το: “Φεμινιστικό μανιφέστο κατά του πολέμου”

της Catherine Samary

Δεν υπέγραψα το «Μανιφέστο φεμινιστικής αντίστασης ενάντια στον πόλεμο» αν και συμμερίζομαι (όπως είπα στη συντρόφισσα που μου το έστειλε) πολλές πτυχές αυτού του Μανιφέστου, το οποίο υπογράφεται από γυναίκες που εκτιμώ ιδιαίτερα. Ελπίζω ότι το κείμενό μου αυτό θα ερμηνευθεί ως συμβολή σε έναν αναγκαίο διάλογο.

Η κύρια διαφωνία μου αφορά τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» -δηλαδή τη φύση αυτού του πολέμου. Μια τέτοια ανάλυση είναι που καθορίζει πάντα τη διατύπωση διεθνιστικών θέσεων -και πιστεύω επίσης ότι μια τέτοια απαίτηση ανάλυσης συγκεκριμένων καταστάσεων είναι απαραίτητη και για τον καθορισμό των φεμινιστικών απαντήσεων. Ωστόσο, από αυτή την άποψη, οι διατυπώσεις του Μανιφέστου τείνουν, αντίθετα, προς την έκφραση μιας γενικής ειρηνιστικής (“πατσιφιστικής”) στάσης -η οποία που αναμφίβολα συνδέεται με μια πολιτική ανάλυση που δεν κάνει διάκριση μεταξύ επιθετικού πολέμου και θεμιτής αντίστασης. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα προσυπογράψω έναν φεμινισμό που υπερασπίζεται την ιδέα ότι οι γυναίκες δεν πρέπει «από τη φύση τους» να παίρνουν ποτέ τα όπλα.

Catherine SamaryΤο κύριο σημείο της συζήτησης έγκειται, επομένως, στην κατανόηση των αιτιών αυτού του πολέμου, ο οποίος παρουσιάζεται ως σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλισμών. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, θα υποστήριζα έναν ριζοσπαστικό ειρηνισμό. Θα ήταν παρόμοιος με αυτόν που υποστήριζε ο Ζαν Ζωρές, κατά τις παραμονές του πρώτου παγκόσμιου ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου, απέναντι στον οποίο ο επαναστατικός ντεφετισμός του Τσίμερβαλντ ήταν απολύτως δικαιολογημένος. Θα πρόσθετα επιπλέον ότι, προφανώς, απέναντι στον σημερινό πόλεμο που εξαπέλυσε ο Πούτιν, επίσης απολύτως δικαιολογημένος είναι ένας πασιφισμός στη Ρωσία, ιδιαίτερα ο φεμινιστικός πασιφισμός, τον οποίο και επικαλείται το Μανιφέστο - χωρίς όμως να κάνει διάκριση μεταξύ της υιοθέτησης αυτής της άποψης στην επιτιθέμενη χώρα και της άποψης των γυναικών στην χώρα που δέχεται την επίθεση Λόγω της ανάλυσης της σύγκρουσης, το Μανιφέστο δεν μπορεί να δημιουργήσει καμία σχέση με τις Ουκρανές φεμινίστριες που συμμετέχουν στον αγώνα της αντίστασης. Ελπίζω και πιστεύω ότι ο ρόλος των μητέρων, των συζύγων και των αδελφών των Ρώσων στρατιωτών, που στάλθηκαν σε υποτιθέμενες «στρατιωτικές επιχειρήσεις» και που θα πεθάνουν σε έναν βρώμικο πόλεμο εναντίον των Ουκρανών αδελφών τους, θα παίξει θεμελιώδη ρόλο στο να ηττηθεί ο Πούτιν. Από την άλλη πλευρά, όπως το είπα εξηγώντας την αρχική αρνητική μου απάντηση, σέβομαι τόσο τις Ουκρανές γυναίκες που εγκατέλειψαν τη χώρα και τον πόλεμο, για να προστατεύσουν τα παιδιά τους, όσο και εκείνες που έμειναν πίσω για να συμμετάσχουν στην (άοπλη και ένοπλη) άμυνα της χώρας τους.

Αυτό όμως σημαίνει να αναγνωρίσουμε ότι η ένοπλη αντίσταση στην Ουκρανία είναι ένας «δίκαιος πόλεμος», ένας αμυντικός πόλεμος, που διεξάγεται από έναν λαό του οποίου την αυτόνομη ύπαρξη ρητά και έμπρακτα αμφισβητεί ο Πούτιν. Την προηγούμενη μέρα από την «επιχείρησή» του, αυτό επικαλέστηκε ξεκάθαρα -πέρα από επιχειρήματα περί ΝΑΤΟ-, ότι για αυτόν πρόκειται για το τεχνητό «δημιούργημα» του Λένιν, που είχε εισάγει στο σύνταγμα της ΕΣΣΔ την πλήρη αναγνώριση της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας ως διακριτών από τη Ρωσία χωρών με πλήρες δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Ο Πούτιν υιοθέτησε το τσαρικό παρελθόν, καθώς και τον Στάλιν, εναντίον του Λένιν και παρόμοια ζητήματα, με το που ξεκίνησε την «επιχείρησή» του -την οποία θεώρησε ότι θα ήταν εύκολη. Η αντίσταση που συναντά είναι αυτή ενός ολόκληρου ουκρανικού λαού -ανδρών και γυναικών από όλες τις περιοχές- συμπεριλαμβανομένων των ρωσόφωνων (όπως είναι και ο πρόεδρος Ζελένσκι). Το πρώτο αποτέλεσμα αυτού του πολέμου είναι και θα είναι (ενάντια σε οποιοδήποτε καθεστώς μαριονέτας) η εδραίωση του υπό διαμόρφωση ουκρανικού έθνους, που αγωνίζεται για την αξιοπρέπειά του και το δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση.

Σε κάθε περίπτωση, μπροστά στον πόλεμο που έχει εξαπολύσει η Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας, εκκλήσεις για «ειρήνη» και “διπλωματικές διαπραγματεύσεις” -αρνούμενες την ένοπλη αντίσταση (και τα μέσα για να διεξαχθεί αυτή)- σημαίνουν στην πράξη έκκληση για υποταγή τόσο στον Πούτιν όσο και στις μεγάλες δυνάμεις. Θα μπορούσε κανείς να συζητήσει τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να αμφισβητηθεί μια άδικη τάξη πραγμάτων, πώς να αντικρουστεί η βία, πώς να καταγγελθεί και να ηττηθεί η επιθετικότητα. Αλλά εμένα αυτό που μου φαίνεται ουσιαστικό είναι να δοθεί έμφαση στις επιλογές που κάνουν οι ίδιοι οι πληθυσμοί που δέχονται την επίθεση -στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα του ουκρανικού λαού στην αυτοδιάθεση, απέναντι σε αυτόν τον πόλεμο καθώς και στις, εσωτερικές και διεθνείς σχέσεις, στις οποίες βασίζονται. Μια τέτοια έμφαση στη συγκεκριμένη κοινωνία έρχεται σε αντίθεση με τις «γεωστρατηγικές» αναγνώσεις των συγκρούσεων, οι οποίες υποβαθμίζουν τους λαούς σε απλά πιόνια που εργαλειοποιούνται από τη μία ή την άλλη πλευρά.

Δυστυχώς, η ανάλυση της φύσης της συγκεκριμένης επίθεσης δεν εξαντλεί τη συζήτηση για τις αναλύσεις και τα καθήκοντα των χειραφετητικών αγώνων. Είναι βέβαιο ότι κάθε σύγκρουση αξιοποιείται από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου. Ο Μπάιντεν ελπίζει να πουλήσει το δικό του σχιστολιθικό αέριο στη θέση του ρωσικού. Και οι βιομηχανίες όπλων, που υπέστησαν τις επιπτώσεις της ήττας των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, είναι κατενθουσιασμένες με το άλλο άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου του Πούτιν (το οποίο δεν το περίμενε ίσως) -δηλαδή την εδραίωση, τουλάχιστον άμεσα, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και των στρατιωτικών τους προϋπολογισμών.

Αλλά ο ουκρανικός λαός που αντιστέκεται χρησιμοποιεί -εκτός από αυτά που παράγει ο ίδιος- όπλα που κατασκευάζονται σε εργοστάσια του ΝΑΤΟ. Αλλά αυτό δεν επαρκεί για να αρνηθούμε εμείς τη δική τους αποφασιστικότητα να αγωνιστούν, ούτε βέβαια και το κίνητρό τους. Ούτε και αλλάζει (μέχρι στιγμής) τη φύση του πολέμου -τον οποίο οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν θέλουν να τον μετατρέψουν σε δικό τους πόλεμο με τη Ρωσία. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς και η κριτική και η αμφισβήτηση του ΝΑΤΟ -που είναι ένα παγκόσμιο και επίκαιρο ζήτημα ειδικά μετά το 1991- δεν μπορεί να γίνει κατανοητή στην Ουκρανία και ειδικότερα απέναντι στη φρίκη και τις απειλές του πολέμου του Πούτιν, αν εκφράζεται με συνθήματα άρνησης να δοθεί αμυντικός οπλισμός στον ουκρανικό λαό -ή εξισώνοντας Ρωσία και ΝΑΤΟ στην ανάλυση αυτού του πολέμου. Παρομοίως, το διεθνιστικό σύνθημα -ο καθένας να πολεμήσει το δικό του ιμπεριαλισμό- χάνει όλο του το νόημα και την εμβέλειά του αν οι αντιιμπεριαλιστές αδιαφορούν για τη μοίρα που επιφέρει… ένας άλλος ιμπεριαλισμός.

Κάτι άλλο -που δεν δικαιολογεί ούτε λεπτό αυτόν τον πόλεμο- είναι η ριζικά κριτική αμφισβήτηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών και σχέσεων που έχουν δομήσει την ευρωπαϊκή ήπειρο -ανατολική και δυτική- και τον υπόλοιπο κόσμο από το 1989/1991 και μετά. Αλλά αυτό γίνεται σε διαφορετική χρονικότητα ανάλυσης και συνθημάτων.

Ο πόλεμος θα προκαλέσει πολώσεις, τόσο στην Ουκρανία όσο και διεθνώς, και μεταξύ τους είναι και η ενδυνάμωση μιας υπερμιλιταριστικής, φασιστικής ακροδεξιάς συνιστώσας στο εσωτερικό της ουκρανικής αντίστασης: Ήδη μια τέτοια τάση εκτόξευσε απειλές θανάτου κατά του Ζελένσκι, κατά τη διάρκεια των πρώτων προσπαθειών του για διάλογο στο Ντονμπάς και με τον Πούτιν. Ο Ουκρανός πρόεδρος-μαχητής στην πραγματικότητα περικυκλώνεται από δύο (πολύ ασύμμετρες) ακροδεξιές δυνάμεις: την πουτινική μεγαλορωσική (με την κρατική εξουσία και τους μισθοφόρους της) και την άλλη, που υπερασπίζεται μια "αντιρωσική" ουκρανικότητα. Ο ίδιος δεν είναι ούτε φασίστας, ούτε το πιόνι που περιφρονούσε ο Πούτιν -αλλά ούτε και ένας Χο Τσι Μινχ. Και το προφίλ του, ως απολογητή της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, βασισμένης στους ολιγάρχες -και ανίκανου να δεχτεί ότι η δυσχερής θέση του λαού του μοιάζει με εκείνη των Παλαιστινίων, όπως φάνηκε δραματικά στην ομιλία του στο Ισραήλ- απαιτεί η διεθνιστική στήριξη προς την ουκρανική αντίσταση να δοθεί με κριτική ανεξαρτησία.

Πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουμε ότι η ήττα του επιτιθέμενου Πούτιν θα συμβάλει στην εδραίωση μιας Ουκρανίας από τα κάτω που θα είναι πολύ διευρυμένη, πιο περιεκτική και πιο ριζωμένη στην κοινωνία από εκείνη της ρατσιστικής ακροδεξιάς, με μια αριστερά που θα αγωνίζεται ενάντια σε όλους τους νεοφασισμούς, σε Ουκρανία και Ρωσία. Μια αριστερά που επίσης θα αντιμετωπίζει στον Ζελένσκι, σε καιρό πολέμου, ώστε οι εργαζόμενοι να μην επωμιστούν το κόστος του ουκρανικού χρέους και το κόστος του πολέμου προς όφελος των ολιγαρχών. Μέσα από την υποστήριξη αυτής της εύθραυστης αλλά αναγκαίας αριστεράς στην Ουκρανία και σε σύνδεση με το αντιπολεμικό κίνημα στη Ρωσία που πρέπει να οικοδομήσουμε έναν διεθνισμό από τα κάτω.

Αυτό το καθήκον έρχεται αντιμέτωπο με ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από ιστορικές κληρονομιές - από τις παλιές αυτοκρατορίες μέχρι τον σταλινισμό, περνώντας από τον αγώνα κατά του ναζισμού και των καταστροφών της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης μετά το 1989-, οι οποίες πρέπει να ιδωθούν μέσα από μια ριζοσπαστική προοπτική χειραφέτησης, ενάντια σε όλες τις καταπιεστικές σχέσεις. Ο διεθνιστικός φεμινισμός έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.

Catherine Samary

25 Μαρτίου 2022

Μετάφραση: ΤΠΤ “Περιοδικό 4”

από το International Viewpoint