Απάντηση στον Στάθη Κουβελάκη

Gilbert Achcar: Ο αντι-ιμπεριαλισμός σήμερα

και ο πόλεμος στην Ουκρανία

Διευκρινίσεις, με τη μορφή απάντησης στις επικρίσεις

[Το παρόν κείμενο γράφτηκε με τη μορφή απάντησης σε επικριτικό σχόλιο του Στάθη Κουβελάκη στο “Σημείωμα για τη ριζοσπαστική αντιιμπεριαλιστική θέση σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία”. Το άρθρο του Στάθη Κουβελάκη (με τον τίτλο “Ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο αντιιμπεριαλισμός σήμερα. Μια απάντηση στον Gilbert Achcar” έχει ήδη δημοσιευτεί σε διάφορες γλώσσες, π.χ. γαλλικά, ισπανικά. Η ανταπάντηση του Ασκάρ έχει την αυτονομία της, καθώς διευκρινίζει ορισμένες πλευρές του “Σημειώματος” που ήδη δημοσιεύσαμε και, για αυτό, κρίναμε σωστό και συμπληρωματικό να την μεταφράσουμε]

2022 03 12 01 Gilbert Achcar Ο Gilbert Achcar είναι καθηγητής στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Τα βιβλία του περιλαμβάνουν τα εξής: The Clash of Barbaries: Terrorisms and World Disorder (2002, 2004, 2017), The Middle East Powder Keg with Noam Chomsky (2007), Arabs and the Holocaust. Ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος των αφηγήσεων (2009), The People Want. A Radical Exploration of the Arab Uprising (2013), Marxism, Orientalism, Cosmopolitanism (2015) και Morbid Symptoms. Η υποτροπή της αραβικής εξέγερσης (2017). Σύντομα θα δημοσιεύσει το βιβλίο του The New Cold War: Chronicle of a Confrontation Foretold. 

Ο αντι-ιμπεριαλισμός σήμερα και ο πόλεμος στην Ουκρανία

Διευκρινίσεις για το σημείωμα με τη μορφή απάντησης στις επικρίσεις

Στο σημείωμα που έγραψα, έκτασης μόνο 930 λέξεων, ο Στάθης Κουβελάκης (ΣΚ) έγραψε μια «απάντηση» έκτασης 8.160 λέξεων -και μάλλον περισσότερο από απάντηση είναι μια κριτική, καθώς το κείμενό μου δεν έχει σχέση με τις θέσεις του, που αγνοούσα, εκτός αν θέλει να πάρει τη θέση του εκπροσώπου των νεοκαμπιστών επικριτών μου. Στο κείμενο αυτό, ο ΣΚ ανοίγει πολλές ανοιχτές θύρες. Η αμφισβήτηση της απόφασης για επέκταση του ΝΑΤΟ, π.χ. εκφράζεται πλέον σήμερα από παντού, ακόμα και από τα κύρια αστικά και ιμπεριαλιστικά μίντια. Δεν θα άξιζε τον κόπο να αφιερώσει κανείς τόσο μεγάλο κείμενο αν ήταν απλώς για να μου «απαντήσει», ακόμα περισσότερο που ο ΣΚ ξέρει καλά ότι έχω καταγγείλει την απόφαση αυτή και τις κακές της επιπτώσεις εδώ και πολύ καιρό, ιδιαίτερα στο βιβλίο μου «Ο νέος ψυχρός πόλεμος. Ο κόσμος μετά το Κοσσυφοπέδιο» που δημοσιεύτηκε το 2000 (ετοιμάζω τώρα μια δεύτερη, αρκετά αυξημένη, έκδοση), στο οποίο άλλωστε παραπέμεπει αρκετές φορές.

Ο ΣΚ θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί πως το «σημείωμά» μου είχε σα στόχο να ορίσει επειγόντως μια συνεκτική θέση για τα ερωτήματα που θέτει άμεσα η ρωσική εισβολή, όχι να συμπυκνώσει τις κατοχυρωμένες μας θέσεις. Και αν είχε κάνει τον κόπο να ακούσει και τη συνέντευξη που έδωσα στις 3 Μαρτίου στον Ζυλιέν Σαλένγκ για το γαλλικό NPA, θα είχε αντιληφθεί ότι δεν είμαι καθόλου εγώ που θα έπρεπε να πείσει για την ανάγκη να διαλυθεί το ΝΑΤΟ. Πέρα από αυτά, όμως, ας εξετάσουμε τα επιχειρήματα του ΣΚ. Δεν θα σχολιάσω παρά μόνο ό,τι μου φαίνεται ότι θέτει πρόβλημα σε αυτά που γράφει και όχι όσα δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω -τα περισσότερα τα έχω επαναλάβει συχνά. Και ζητάω συγγνώμη για την έκταση του κειμένου αυτού, έστω και αν είναι μικρότερο από το ήμισυ του κειμένου του ΣΚ. Οφείλεται στο ότι αναγκάστηκα να παραπέμψω σε ολόκληρα κομμάτια της «απάντησής» του, καθώς και του σημειώματός μου, για να αποκατασταθεί η επιχειρηματολογία.

Ας αρχίσουμε από τα σκηνικά που στήνει ο ΣΚ, πριν να ξεδιπλώσει την επιχειρηματολογία του.

Νομίζει πως εντόπισε μια «ρήξη Βορρά-Νότου» στο γεγονός -όπως το περιγράφει- πως: «στις χώρες του παγκόσμιου Νότου, στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική, στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, σε μεγάλο μέρος της Ασίας, η υποστήριξη προς τη Ρωσία ή, τουλάχιστον, μια ευνοϊκή στάση απέναντί της, είναι πολύ πιο διαδεδομένη τόσο στην κοινή τους γνώμη όσο και σε μερικούς τομείς της αριστεράς». Είναι μια τάση, λέει, που «αντικατοπτρίζεται και στις θέσεις σημαντικού αριθμού κυβερνήσεων, εκ των οποίων 35 απείχαν στον ΟΗΕ στην ψήφιση της απόφασης για καταδίκη της ρωσικής εισβολής -μεταξύ τους και η Κίνα, η Ινδία, το Βιετνάμ, η Κούβα, η Βενεζουέλα και η Βολιβία».

Ας αρχίσουμε με τα γεγονότα. Στο τμήμα του κόσμου από το οποίο προέρχομαι, που είναι ο αραβόφωνος κόσμος, τα μόνα «αριστερά» κόμματα που υποστήριξαν τη ρωσική εισβολή είναι αυτά που συνδέονται με το αιμοσταγές καθεστώς του Μπασάρ-αλ-Ασάντ, το οποίο βρίσκεται κάτω από ρωσική προστασία. Τα δύο κύρια κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής, δηλαδή του Ιράκ και του Σουδάν, καταδίκασαν χωρίς περιστροφές τη ρωσική εισβολή, καταδικάζοντας ταυτόχρονα (όπως όφειλαν) και την πολιτική του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.

Στην ανακοίνωσή του, το σουδανικό ΚΚ, έχοντας πρώτα καταγγείλει τις συγκρούσεις μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, «καταγγέλλει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και απαιτεί την άμεση απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από αυτή τη χώρα, καταδικάζοντας ταυτόχρονα και τη συνέχιση, από την ιμπεριαλιστική συμμαχία των ΗΠΑ, της πολιτικής της να πυροδοτεί εντάσεις και πόλεμο και απειλώντας την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια». Οι Σουδανοί κομμουνιστές βρίσκονται σε καλή θέση για να ξέρουν την αλήθεια του ρωσικού ιμπεριαλισμού, καθώς αυτός είναι η μόνη μεγάλη δύναμη που υποστηρίζει ανοιχτά τους πραξικοπηματίες στη χώρα τους.

Κατά την ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για την καταδίκη της ρωσικής εισβολής, ήταν πράγματι 35 χώρες που απείχαν, όπως το λέει ο ΣΚ. Και όλες τους βρίσκονται στον παγκόσμιο Νότο πράγματι, για τον πολύ απλό λόγο ότι οι χώρες του παγκόσμιου Βορρά, όλες τους, ψήφισαν ή υπέρ (όλες οι δυτικές χώρες και οι σύμμαχοί τους) ή κατά (η ίδια η Ρωσία και η Λευκορωσία). Ωστόσο, δεν χρειάζεται και μεγάλη οξυδέρκεια για να καταλάβει κανείς ότι, μεταξύ των 141 χωρών που ψήφισαν υπέρ του ψηφίσματος, υπήρχαν πολύ περισσότερες χώρες από τις 35 χώρες του ίδιου παγκόσμιου Νότου. Πρόκειται άραγε για «ρήξη Βορρά – Νότου», όπως το παρουσιάζει ο ΣΚ, ή μήπως για ρήξη ανάμεσα σε φίλους/πελάτες του δυτικού ιμπεριαλισμού, από τη μια, και σε φίλους/πελάτες του ρώσικου ιμπεριαλισμού, από την άλλη; Και, καθώς, οι περισσότεροι από τους τελευταίους είναι ταυτόχρονα και φίλοι/πελάτες και των δυτικών ιμπεριαλισμών, προτίμησαν μάλλον να απέχουν παρά να προσθέσουν τους ψήφους τους στα πέντε κράτη που ψήφισαν κατά του ψηφίσματος και που είναι, πέραν των δύο που αναφέρθηκαν, η Βόρειος Κορέα, η Συρία και η Ερυθραία.

Ο ΣΚ σχολιάζει «τον “καμπιστικό” τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή στη διεθνή σκηνή η Ρωσία του Πούτιν, μια δευτερεύουσα και οπισθοδρομική, ιμπεριαλιστική δύναμη,» για να εξηγήσει ότι «αυτή η παραμορφωμένη ακριβώς αντίληψη, υποπροϊόν της συντριπτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ, είναι που, μέσα από ένα είδος οπτικής απάτης, της αποδίδει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της ΕΣΣΔ του παλιού καιρού» και που κάνει ορισμένα κράτη «του Νότου που θέλουν να παίξουν τα δικά τους παιχνίδια (και ας το συμφωνήσουμε: με μερικές εξαιρέσεις, πρόκειται επίσης για καπιταλιστικές χώρες, όπως η Κίνα ή η Ινδία) να την αντιλαμβάνονται (πάνω – κάτω) ευνοϊκά, ως ταραχοποιό απέναντι στην αμερικανική υπερδύναμη». (Ας σημειώσουμε πάντως, παρενθετικά, ότι η Ρωσία κατέχει το μεγαλύτερο απόθεμα πυρηνικών στον κόσμο, και όχι το δεύτερο, όπως γράφει ο ΣΚ στο κείμενό του. Και μάλιστα κατέχει, από μόνη της, περισσότερες πυρηνικές κεφαλές και από τις τρεις μαζί πυρηνικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ -ΗΠΑ, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο).

Θα είμασταν σε έναν ακόμα πιο τρομακτικό κόσμο από το σημερινό εάν «οι χώρες του Νότου που θέλουν να παίξουν τα δικά τους παιχνίδια» ήταν όλες του ίδιου φυράματος με την Κίνα -η οποία είναι η ίδια αντικείμενο συζήτησης για τον ιμπεριαλιστικό της χαρακτήρα, πράγμα που δείχνει ως ποιό βαθμό το σχήμα Βορράς – Νότος είναι πολιτικά πολύ απλοϊκό- ή με την Ινδία του φασίστα Ναρέντρα Μόντι. Αλλά γιατί άραγε η Ινδία του Μόντι να θέλει «να παίξει τα δικά της παιχνίδια» και όχι, π.χ., το Μεξικό του AMLO, το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, η Βραζιλία του Μπολσονάρο (θαυμαστή πάντως του Πούτιν), η Μινανμάρ των στρατηγών (που καλύπτονται από το Πεκίνο) ή οι Φιλιππίνες του Ντουτέρτε, που όλοι τους ψήφισαν υπέρ στο ψήφισμα του ΟΗΕ; Στην πραγματικότητα, η μεροληπτική παρουσίαση των γεγονότων που κάνει ο ΣΚ απλώς εξυπηρετεί τη γενικότερη παρουσίασή του -και την αποκαλύπτει.

Έρχομαι τώρα στο «νέο ψυχρό πόλεμο» που, σύμφωνα με τη δική μου ανάλυση εδώ και πάνω από 20 χρόνια, ξεκίνησε στην αλλαγή του αιώνα, με τον πόλεμο στο Κόσσοβο (1999) να επιταχύνει μια κατάσταση που ωρίμαζε σε όλη την πρώτη μετασοβιετική περίοδο. Ο ΣΚ δεν διάβασε καλά αυτά που έγραψα στο σημείωμά μου: «Η ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία είναι η δεύτερη καθοριστική στιγμή του νέου ψυχρού πολέμου στον οποίο ο κόσμος έχει μπει από τις αρχές του αιώνα, στη συνέχεια της αμερικανικής απόφασης για διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Η πρώτη καθοριστική στιγμή ήταν η εισβολή στο Ιράκ των ΗΠΑ το 2003».

Αυτό σημαίνει απλώς ότι, σε αυτό το νέο ψυχρό πόλεμο που ξεκίνησε «από τις αρχές του αιώνα», υπάρχουν ως τώρα δύο καθοριστικές στιγμές: η εισβολή στο Ιράκ το 2003 και η εισβολή στην Ουκρανία τώρα. Και ασφαλώς δεν έχω αλλάξει άποψη για τη στιγμή της αφετηρίας, όπως το διαπίστωσε και ο ΣΚ.

Ο τόνος της «απάντησης» ανεβαίνει καθώς επεκτείνεται.

Έγραφα, λοιπόν, στο σημείωμά μου ότι μετά την ηχηρή ήττα του στο Ιράκ, «η ροπή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού προς επιδρομές σε άλλες χώρες έχει σημαντικά περιοριστεί, όπως το δείχνει και η πρόσφατη απόσυρση των στρατευμάτων του από το Αφγανιστάν». Και πρόσθετα: «Η έκβαση της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία θα καθορίσει και τη ροπή όλων των άλλων χωρών προς επιθέσεις. Εάν με τη σειρά της ηττηθεί, τότε οι επιπτώσεις σε όλες τις παγκόσμιες και τις περιφερειακές δυνάμεις θα είναι πολύ αποθαρρυντικές. Εάν επιτύχει, δηλαδή εάν η Ρωσία καταφέρει να “ειρηνεύσει” την Ουκρανία κάτω από την μπότα της, τότε η επίπτωση θα είναι μια μεγάλη μετακίνηση της παγκόσμιας κατάστασης προς ένα νόμο της ζούγκλας χωρίς περιορισμούς, ενισχύοντας τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη διάθεσή τους να συνεχίσουν τις δικές τους επιθετικότητες».

«Ο συλλογισμός αυτός είναι διπλά αστήρικτος», γράφει ο ΣΚ. «Πρώτα-πρώτα», συνεχίζει, «ο παραλληλισμός ανάμεσα σε εισβολή στην Ουκρανία και σε εισβολή στο Ιράκ είναι πολύ απατηλός. Ασφαλώς και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για επιθέσεις και για παραβίαση της κυριαρχίας και της ακεραιότητας ενός κράτους. Αλλά η σύγκριση σταματάει εδώ. Γιατί το Ιράκ βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά των ΗΠΑ και ούτε τίθετο ζήτημα να ενταχθεί σε μια στρατιωτική συμμαχία εχθρική προς την Ουάσιγκτον». [...] «Η Ουκρανία υποστηρίζεται σήμερα στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά, σε υψηλό επίπεδο, από όλο το δυτικό στρατόπεδο, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, ενώ το Ιράκ δεν υποστηριζόταν από κανέναν και οι Ταλιμπάν μόνο από το Πακιστάν».

Πέρα από το ότι όλες αυτές τις διαφορές τις έχω ήδη υπογραμμίσει, και μάλιστα στον ίδιο αυτόν ιστότοπο όπου γράφει και ο ΣΚ, το ερώτημα παραμένει: κατά πόσο η απόσταση του Ιράκ ή το ότι δεν στηριζόταν από κανέναν θα άλλαζε το πώς η ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τη «ροπή όλων των άλλων χωρών προς επιθετικότητα»; Μυστήριο.

Ο ΣΚ συνεχίζει:

«Εάν, χάρη στη μαζική δυτική στήριξη, κερδίσει σε στρατιωτικό επίπεδο, πράγμα που θα ήταν δίκαιο στο μέτρο που υπερασπίζεται την ακεραιότητα του εδάφους της απέναντι σε έναν εισβολέα, τότε θα ήταν το δυτικό στρατόπεδο στο σύνολό του που θα πανηγύριζε αυτή τη νίκη ως δική του. Και, χάρη ακριβώς σε αυτή τη νίκη, θα μπορέσει να σβήσει τις καταστροφικές εικόνες της Καμπούλ και της Βαγδάτης -πράγμα που αναμφίβολα είναι ο ένας από τους κύριους λόγους της πολεμοχαρούς υστερίας που εκπέμπουν σήμερα οι πρωτεύουσες και τα μίντια της Δύσης. Σβήνοντας τις εικόνες της ήττας του, θα ενισχυθεί στην πορεία του προς ανατολικά και θα συνεχίσει να επιβάλλει το νόμο του παγκοσμίως, έστω και με μορφές λιγότερο δαπανηρές από εκστρατείες όπως αυτές στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν».

Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τον ΣΚ, μια νίκη της Ουκρανίας θα ήταν μεν «δίκαιη», αλλά καταστροφική στις συνέπειές της. Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, με την ίδια λογική, αν δεν θα έπρεπε να θυσιαστεί η δικαιοσύνη στον ύψιστο αγώνα κατά του «δυτικού στρατοπέδου», όπως το υποστηρίζουν οι χώροι της νεο-καμπιστικής ψευδοαριστεράς. Από τη μεριά μου, αυτό που έγραψα είναι ότι μια ρωσική επιτυχία -υπόθεση που, προς το παρόν, είναι η πιο πιθανή- «θα ενίσχυε τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο να συνεχίσουν τις δικές τους επιθετικές συμπεριφορές». Ο ΣΚ μου αντιστρέφει τα λόγια αυτά λέγοντας ότι και μια ρωσική ήττα το ίδιο θα πετύχαινε. Δεν συμφωνώ: οι ΗΠΑ έχουν ήδη επωφεληθεί πολύ από την ενέργεια του Πούτιν. Θα έπρεπε να του είναι θερμά υπόχρεοι του αυτοκρατορικού αυτού Ρώσου.

Εάν η Ρωσία καταφέρει να υποτάξει την Ουκρανία αυτό θα ενεθάρρυνε τις ΗΠΑ στο να ξαναπάρουν το μονοπάτι της κατάκτησης του κόσμου με τη βία, σε ένα πλαίσιο όξυνσης της νέας αποικιοκρατικής μοιρασιάς του κόσμου και έντασης των παγκόσμιων ανταγωνισμών. Αντίθετα, μια ρωσική αποτυχία -προστιθέμενη στις αμερικανικές αποτυχίες του Ιράκ και του Αφγανιστάν- θα ενίσχυε αυτό που στην Ουάσιγκτον ονομάζουν «βιετναμέζικο σύνδρομο». Επιπλέον, μου φαίνεται πολύ προφανές ότι μια ρωσική νίκη θα ενίσχυε σημαντικά την πολεμική λογική και την ώθηση προς αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στις χώρες του ΝΑΤΟ, ενώ μια ρωσική ήττα θα προσέφερε πολύ καλύτερες συνθήκες για τον αγώνα μας για γενικό αφοπλισμό και για διάλυση του ΝΑΤΟ.

Τα επόμενα λόγια του ΣΚ δεν ταιριάζουν καθόλου στο εισαγωγικό της συντακτικής ομάδας στο άρθρο του, που διατείνεται ότι θέλει να «κρατήσει ένα πλαίσιο σεβασμού» στη συζήτηση. Παραπέμπω τα λόγια του: «Έτσι, [...] η “ριζοσπαστική αντιιμπεριαλιστική θέση” που υποστηρίζει ο GA ισοδυναμεί με την υποστήριξη, όχι της ειρήνης, αλλά της στρατιωτικής νίκης της Ουκρανίας, που η δυτική τροφοδοσία θα μπορούσε να εξασφαλίσει. Η θέση αυτή διεκδικεί την πολεμοχαρή της χροιά, εξού και ονομάζεται “ριζοσπαστική”, στο οποίο δίνει μια “αντιιμπεριαλιστική” διάσταση, καθώς ο στόχος είναι να ηττηθεί ο ρώσικος ιμπεριαλισμός -μόνο που, με τέτοια, ο Τζο Μπάιντεν είναι που γίνεται πρωταθλητής του αντιιμπεριαλισμού». Είναι τόσο χαμηλό το επιχείρημα που δε χρειάζεται σχολιασμό.

Ας συνεχίσουμε το διάβασμα: «Αποφεύγοντας τον δι-ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της σημερινής σύγκρουσης, η θέση αυτή αστοχεί στις επιπτώσεις -που ωστόσο είναι απολύτως προβλέψιμες- μιας νίκης σε τέτοιες συνθήκες, δηλαδή με μια Ουκρανία υποταγμένη, οργανικά ενταγμένη στο ΝΑΤΟ, μια Ρωσία περικυκλωμένη απ’όλες τις μεριές από μια στρατιωτική συμμαχία που θα την έχει στο στόχαστρο, και τον ατλαντισμό να θριαμβεύει χωρίς αντίπαλο στην Ευρώπη και πιο πέρα».

Εάν η Ουκρανία κατάφερνε να απορρίψει τη ρωσική σκλαβιά, τότε θα βρισκόταν υποταγμένη, λέει ο ΣΚ. Αλλά αυτό που αποφεύγει να πει είναι πως, αν δεν το κατάφερνε, τότε θα βρισκόταν υπόδουλη στη Ρωσία. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς διπλωματούχος ειδικός του Μεσαίωνα για να ξέρει πως η συνθήκη του υποτελούς είναι ασύγκριτα προτιμητέα από του δουλοπάροικου! Το πρόβλημα του ΣΚ είναι ότι, παρά τις προσπάθειές του, δεν καταφέρνει να κρύψει ότι αυτό που θέλει είναι κατά κάποιο τρόπο μια ισοπαλία, όχι μια ρωσική ήττα. Γράφει:

«Η ζοφερή αυτή δυνατότητα δεν καθιστά λιγότερο θεμιτή την ουκρανική αντίσταση στη ρώσικη εισβολή, αλλά πρέπει να είναι κανείς διορατικός και στις επιπτώσεις της σημερινής συνάρθρωσης και να μη διηγείται παραμύθια. Η θεμελιώδης δυσκολία την οποία αντιμετωπίζει η αντιπολεμική αριστερά σήμερα είναι ότι, όπως συμβαίνει και σε κάθε δι-ιμπεριαλιστική σύγκρουση, η νίκη του ενός ή του άλλου στρατοπέδου θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις, με το χειρότερο απ’όλα να είναι αναμφίβολα μια γενικευμένη ανάφλεξη στην Ευρώπη».

Το πρόβλημά του είναι πως η θέληση για ισοπαλία είναι αυταπάτη, στην περίπτωση της εισβολής μιας χώρας από μια άλλη. Αν σταματήσουν οι εχθροπραξίες με απόσυρση χωρίς όρους του εισβολέα στα σύνορα πριν την 24η Φεβρουαρίου, αυτό θα ήταν μια νίκη για την Ουκρανία. Αν σταματήσουν οι εχθροπραξίες με την κατοχή ενός μεγάλου τμήματος, ή και ολόκληρης, της Ουκρανίας, αυτό θα ήταν μια νίκη για τη Ρωσία. Ένα οποιοδήποτε ενδιάμεσο αποτέλεσμα θα αποτελούσε μια κάπως μετριασμένη νίκη της Μόσχας.

Ας φτάσουμε στο ζήτημα του εξοπλισμού της ουκρανικής αντίστασης. Εγώ έγραψα: «Είμαστε υπέρ του να δοθούν χωρίς όρους αμυντικά όπλα στα θύματα μιας επίθεσης -στην περίπτωση, στο ουκρανικό κράτος που παλεύει ενάντια στη ρωσική εισβολή στο έδαφός του. Κανένας υπεύθυνος αντιιμπεριαλιστής δεν ζήτησε από την ΕΣΔΔ ή από την Κίνα να μπουν στον πόλεμο του Βιετνάμ ενάντια στην αμερικανική εισβολή, αλλά όλοι οι ριζοσπάστες αντιιμπεριαλιστές ευνοούσαν μια αύξηση στις παραδόσεις όπλων της Μόσχας και του Πεκίνου στη βιετναμέζικη αντίσταση. Το να δοθούν σε αυτούς που διεξάγουν έναν πόλεμο τα μέσα για να παλέψουν ενάντια σε έναν πολύ πιο ισχυρό εισβολέα είναι στοιχειώδες διεθνιστικό καθήκον. Το να αντιταχθεί κανείς συνολικά σε τέτοιες παραδόσεις αντιβαίνει τη στοιχειώδη αλληλεγγύη που οφείλουμε στα θύματα».

Ο ΣΚ σχολιάζει: «Ο παραλληλισμός αυτός με το Βιετνάμ μοιάζει τουλάχιστον κακόγουστος. Ο Ζελένσκι ασφαλώς δεν είναι ο “ναζί” που λέει ο Πούτιν, αλλά δεν είναι ούτε και ο Χο Τσι Μινχ... Η ουκρανική κυβέρνηση είναι μια αστική κυβέρνηση, που βρίσκεται στην υπηρεσία των συμφερόντων μιας τάξης ολιγαρχών καπιταλιστών, από όλες τις απόψεις συγκρίσιμης με αυτή που κυριαρχεί στη Ρωσία, και στις άλλες Δημοκρατίες της τέως ΕΣΣΔ, και που θέλει να προσδέσει τη χώρα της στο δυτικό στρατόπεδο, χωρίς να τη νοιάζουν οι προβλεπτές επιπτώσεις μιας τέτοιας επιλογής. Όντας θύμα μιας απαράδεκτης επίθεσης, δεν εκπροσωπεί ωστόσο καμία πιο πλατιά υπόθεση και θα ήταν απολύτως οξύμωρο για τις δυνάμεις της αριστεράς, που αξίζουν το όνομα αυτό, να υποστηρίξουν την υπόθεση του εξοπλισμού της».

Με τη λογική αυτή, επομένως, δεν θα έπρεπε να υποστηρίξουμε έναν λαό που αντιστέκεται σε μια ιμπεριαλιστική επιδρομή με υπεροπλία εάν η αντίστασή του δεν καθοδηγείτο από κομμουνιστές και όχι από μια αστική κυβέρνηση. Πρόκειται για μια παλιά αριστερίστικη θέση για το εθνικό ζήτημα, που την είχε καταπολεμήσει ο Λένιν στην εποχή του. Η στήριξη σε έναν δίκαιο αγώνα κατά μιας εθνικής καταπίεσης, και πολύ περισσότερο κατά μιας ξένης κατοχής, πρέπει να δίνεται ανεξάρτητα από τη φύση της ηγεσίας του: εάν ο αγώνας είναι δίκαιος, αυτό συνεπάγεται πως ο ενδιαφερόμενος πληθυσμός που συμμετέχει σε αυτόν ενεργητικά αξίζει να υποστηριχτεί, όποια και να είναι η φύση της ηγεσίας του.

Ασφαλώς δεν είναι οι «ολιγάρχες καπιταλιστές» που κινητοποιούνται μαζικά στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, με τη μορφή μιας εθνοφυλακής που στήνεται εκ των ενόντων ή και ενός νέου τύπου «πετρολέζων», αλλά είναι ο εργαζόμενος λαός της Ουκρανίας. Και στον αγώνα του αυτόν ενάντια στο μεγαλο-ρώσικο ιμπεριαλισμό, του οποίου ηγείται μια υπεραντιδραστική ολιγαρχική και αυταρχική κυβέρνηση, επικεφαλής μιας από τις πιο άνισες χώρες στον πλανήτη, ο ουκρανικός λαός αξίζει την πλήρη μας στήριξη, η οποία δεν σημαίνει ότι είναι άκριτη σε σχέση με την κυβέρνηση του.

Το κεντρικό πρόβλημα του ΣΚ είναι ότι κάνει λάθος στο τί είναι ένας δι-ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Εάν αρκούσε να είναι ο πόλεμος όπου η κάθε πλευρά υποστηρίζεται από έναν αντίπαλο ιμπεριαλισμό, τότε όλοι οι πόλεμοι στην εποχή μας θα ήταν δι-ιμπεριαλιστικοί, αφού γενικά αρκεί ο ένας από τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς να στηρίξει το ένα στρατόπεδο, για να στηρίξει το άλλο στρατόπεδο ο αντίπαλος ιμπεριαλισμός. Δι-ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν είναι αυτό. Είναι ένας πόλεμος απευθείας, όχι διά αντιπροσώπων, ούτε μέσω εξουσιοδοτήσεων, μεταξύ δύο δυνάμεων που η κάθε μία προσπαθεί να πάρει έναν εδαφικό και (νεο)αποικιακό χώρο από την άλλη, όπως ήταν η περίπτωση πολύ καθαρά στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ένας «ληστρικός πόλεμος» και από τη μια και από την άλλη πλευρά, όπως το έλεγε ο Λένιν.

Το να χαρακτηριστεί η σημερινή σύγκρουση στην Ουκρανία, κατά την οποία η τελευταία αυτή χώρα δεν έχει τη φιλοδοξία και ακόμα λιγότερο την πρόθεση να αρπάξει τμήμα της ρώσικης επικράτειας και όπου η Ρωσία έχει τη δηλωμένη πρόθεση να υποτάξει την Ουκρανία και να αρπάξει και μεγάλο τμήμα του εδάφους της, το να χαρακτηριστεί η σύγκρουση αυτή ως δι-ιμπεριαλιστική και όχι ως πόλεμο ιμπεριαλιστικής εισβολής, θα ήταν μια χονδροειδής παραμόρφωση της πραγματικότητας.

«Σήμερα», προσθέτει ο ΣΚ, «δεδομένης της φύσης των υπαρκτών δυνάμεων, η παράδοση όπλων στην Ουκρανία δεν μπορεί να έχει παρά μόνο ένα στόχο, να εξασφαλίσει τη μελλοντική υποταγή της και το μετασχηματισμό της σε προωθημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ στην ανατολική πλευρά της Ρωσίας».

Αυτό είναι λάθος. Η παράδοση όπλων στην Ουκρανία έχει για αποκλειστικό στόχο να την βοηθήσει να αντισταθεί στην υποδούλωσή της, έστω και αν, εξάλλου, επιθυμεί τη δική της υποταγή πιστεύοντας ότι αυτή είναι η μόνη εγγύηση ελευθερίας. Εμείς πρέπει, ασφαλώς, να αντιταχθούμε και στην υποταγή της, αλλά για την ώρα πρέπει να απαντήσουμε στο πιο επείγον.

Ο ΣΚ συνεχίζει την επίθεση: «Εάν, βλέποντας τους αμέτρητους κινδύνους που θα επέφερε, γιατί να έπρεπε, όπως το υποστηρίζει ο GA να αντιταχθούμε μόνο στην “άμεση στρατιωτική επέμβαση” σε αυτή τη σύγκρουση και όχι σε κάθε μορφή στρατιωτικής επέμβασης; Ο πυρηνικός κίνδυνος, αναμφισβήτητα, είναι άραγε ικανός λόγος για να συγκρατήσουμε τον περιορισμό μόνο στην “άμεση επέμβαση”;».

Η απάντηση είναι: ναι, ασφαλώς. Και βέβαια είναι ικανός λόγος, όμως δεν είναι ο μόνος: ο πιο άμεσος λόγος -αυτός που, αντίθετα από τα πυρηνικά, δεν είναι υποθετικός (με την έννοια της αμοιβαίας αποθάρρυνσης), αλλά πραγματικός- είναι ότι η είσοδος σε άμεσο πόλεμο του άλλου ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου θα μετέτρεπε τη σημερινή σύγκρουση σε πραγματικό δι-ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με την ορθή έννοια του όρου, έναν τύπο πολέμου στον οποίο αντιτασσόμαστε κατηγορηματικά.

«Τα όρια μεταξύ άμεσης και έμμεσης επέμβασης είναι λιγότερο σαφή απ’ όσο μερικοί νομίζουν», εξηγεί ο ΣΚ. Αλλά η παρατήρηση μπορεί και να αντιστραφεί: τα όρια αυτά είναι πολύ πιο σαφή απ’ ό,τι μερικοί νομίζουν. Αυτός είναι και ο λόγος που τα μέλη του ΝΑΤΟ είναι ομόφωνα (και δεν είναι μόνο ο Εμμανουέλ Μακρόν, τη σύνεση του οποίου εξαίρει ο ΣΚ) στο να δηλώνουν πως δεν θα ξεπεράσουν την κόκκινη γραμμή, η οποία συνίσταται στο να στείλουν στρατεύματα για να συγκρουστούν με τις ρώσικες ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της Ουκρανίας ή στο να ρίξουν ρώσικα αεροπλάνα από τον ουκρανικό εναέριο χώρο -και παρά τις εκκλήσεις του Βολοντύμιρ Ζελένσκυ. Είναι επειδή φοβούνται και δικαίως μια μοιραία κλιμάκωση και έχουν γίνει και πιο σκεπτικοί σε σχέση με τη λογική ενός Πούτιν, που δεν δίστασε να μιλήσει εκ των προτέρων και για πυρηνική απειλή.

Εάν ο αγώνας που διεξάγουν οι Ουκρανοί ενάντια στην εισβολή είναι δίκαιος, όπως το παραδέχεται με μισή καρδιά ο ΣΚ, τότε είναι απολύτως δίκαιο και το να βοηθηθούν στην άμυνά τους απέναντι σε έναν εχθρό, πολύ ανώτερο σε αριθμό και σε όπλα. Να γιατί είμαστε χωρίς δισταγμό υπέρ της παράδοσης αμυντικών όπλων στην ουκρανική αντίσταση. Τί σημαίνει αυτό; Ο ΣΚ πάντως βλέπει απλώς φωτιές.

Να δώσουμε ένα παράδειγμα: ασφαλώς υποστηρίζουμε το να δοθούν αντιαεροπορικοί πύραυλοι, κινητοί και άλλοι, στην ουκρανική αντίσταση. Το να αντιτασσόμασταν θα ισοδυναμούσε με το να πούμε ότι οι Ουκρανοί/ές έχουν μόνο την επιλογή είτε να μείνουν να σφαγιαστούν και να βλέπουν τις πόλεις τους να καταστρέφονται από τα ρωσικά αεροπλάνα, χωρίς να έχουν τα μέσα για να αμυνθούν, είτε να φύγουν από τη χώρα τους. Ωστόσο, ταυτόχρονα, πρέπει επίσης να αντιταχθούμε στην επιβολή απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Ουκρανία, όλη, ή περιοχή της. Και πρέπει επίσης να αντιταχθούμε και στην παράδοση μαχητικών αεροσκαφών στην Ουκρανία, που σκέφτεται ο Τζο Μπάιντεν. Τα μαχητικά αεροπλάνα δεν είναι αυστηρά αμυντικός εξοπλισμός και αν δοθούν στην Ουκρανία θα κινδύνευαν στην πραγματικότητα να επιδεινώσουν πολύ σοβαρά τους ρώσικους βομβαρδισμούς.

Με λίγα λόγια, υποστηρίζουμε να δοθούν στην Ουκρανία αντιαεροπορικά και όπλα κατά των τανκς, καθώς και ο οποιοσδήποτε οπλισμός είναι απαραίτητος για την άμυνα της περιοχής. Το να το αρνηθούμε αυτό θα μας έκανε απλώς ένοχους για μη παροχή βοήθειας σε λαό σε κίνδυνο! Ζητήσαμε παραδόσεις τέτοιων αμυντικών εξοπλισμών και για τη συριακή αντίσταση. Οι ΗΠΑ το αρνήθηκαν και μάλιστα εμπόδισαν και τους τοπικούς τους συμμάχους να δώσουν, εξαιτίας του ισραηλινού βέτο. Ξέρουμε ποιές ήταν οι συνέπειες.

Προτελευταίο σημείο: οι κυρώσεις. Έγραψα: «Οι δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν μια ολόκληρη σειρά κυρώσεων ενάντια στο ρωσικό κράτος για την εισβολή του στην Ουκρανία. Μερικές από αυτές μπορεί πράγματι να μειώνουν την ικανότητα του αυταρχικού καθεστώτος του Πούτιν να χρηματοδοτεί την πολεμική του μηχανή, ενώ άλλες μπορεί να πλήττουν το ρωσικό πληθυσμό χωρίς να πολυεπηρεάζουν το καθεστώς ή τους ολιγάρχες συνεταίρους του. Η αντίθεσή μας προς τη ρώσικη επίθεση, μαζί με την καχυποψία μας απέναντι στις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, σημαίνουν ότι δεν θα έπρεπε ούτε να τις στηρίζουμε, αλλά ούτε και να ζητάμε την άρση τους».

Ένας άλλος τρόπος να το μεταγράψουμε αυτό είναι να πούμε ότι υποστηρίζουμε τις κυρώσεις που πλήττουν την ικανότητα της Ρωσίας να διεξάγει τον πόλεμο, καθώς και τους ολιγάρχες, αλλά όχι αυτές που πλήττουν τον πληθυσμό. Η τελευταία αυτή διατύπωση είναι σωστή επί της αρχής, αλλά θα έπρεπε να την μεταφράσουμε συγκεκριμένα. Όμως, δεν διαθέτουμε τα μέσα για να εξετάσουμε τις επιπτώσεις όλης της γκάμας των κυρώσεων που έχουν ήδη υιοθετήσει οι δυτικές δυνάμεις κατά της Ρωσίας.

Από την πλευρά του, ο ΣΚ θεωρεί πως «το καθήκον της αριστεράς είναι να καταγγείλει την πολιτική λειτουργία όλων αυτών των διευθετήσεων και να δείξει ότι, πάνω απ’ όλα, είναι ένα εργαλείο για να πνίξει μια χώρα που ταράσσει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων που έχει επιβάλει η αμερικάνικη και δυτική κυριαρχία, ένα εργαλείο που, στο βάθος, δεν διαφέρει και πολύ από μια πράξη πολέμου».

Για μια ακόμα φορά βρισκόμαστε μπροστά στην ένδειξη πλήρους έλλειψης διαλεκτικής αντίληψης, καθότι διαφορετικές κυρώσεις μπορεί να παίζουν διαφορετικούς ρόλους. Αντίθετα από τις δογματικές θέσεις του ΣΚ, εμείς ορίζουμε τις θέσεις μας σύμφωνα με την «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», όπως το είχε πει τόσο καλά ένας μεγάλος επικριτής του αριστερού δογματισμού. Όσο για το χαρακτηρισμό του ρώσικου ιμπεριαλισμού ως μιας «χώρας που ταράσσει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων που έχει επιβάλει η αμερικάνικη και δυτική κυριαρχία», αυτός αποκαλύπτει απλώς για μία ακόμα φορά το βάθος της σκέψης του ΣΚ.

Στο τέλος της πορείας αυτής, ο ΣΚ υπογραμμίζει ένα χώρο συμφωνίας: «Αντίθετα, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τον GA σε σχέση με το τελευταίο σημείο που αναφέρει: την υποδοχή άνευ όρων των ουκρανών προσφύγων». Ωστόσο, βιάζεται να το συμπληρώσει αμέσως: «Αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να επισημάνουμε πως η σχεδόν ομοφωνία που περιβάλλει το ζήτημα αυτό αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα των “δύο μέτρων, δύο σταθμών” του κυρίαρχου κυνικού λόγου». Στο συμπυκνωμένο μου σημείωμα, ο ΣΚ μοιάζει να μην αντιλήφθηκε πως έκανα το ίδιο έμμεσα, ζητώντας «να ανοίξουν όλα τα σύνορα στους πρόσφυγες της Ουκρανίας, όπως θα έπρεπε να ήταν ανοιχτά για όλους τους πρόσφυγες που προσπαθούν να διαφύγουν από τον πόλεμο και τους διωγμούς, απ’ όπου και αν προέρχονται». Αυτά είναι προφανή για εμάς, όπως και η αντιπαλότητα προς το ΝΑΤΟ.

Gilbert Achcar

9/3/2022

Μετάφραση: Τάσος Αναστασιάδης για το elaliberta.gr