Featured

Για μια άλλη οικονομική πολιτική

Απέναντι στην ακροδεξιά και
στην επίθεση του Τραμπ

Η ευρωπαϊκή οικονομική κατάσταση, σε συνδυασμό με τον πολύ δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην άνοδο της ακροδεξιάς και στις πολιτικές λιτότητας.

Συνέντευξη με τον Eric Toussaint

(από το Inprecor No 738 Νοέμβρης 2025)

Antoine Larrache: Μπορείς να μας κάνεις μια επισκόπηση της οικονομικής κατάστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την παγκόσμια αγορά;

Eric ToussaintÉric Toussaint: Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες μπορούμε να προσθέσουμε και τη Μεγάλη Βρετανία, βρίσκονται σε μεγάλη δυσκολία. Πρώτον, η ανάπτυξη είναι σχεδόν μηδενική. Δεν είμαστε καθόλου οπαδοί της ανάπτυξης, αλλά από την άποψη του καπιταλισμού, η ανάπτυξη που πλησιάζει το μηδέν αποτελεί πρόβλημα για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές.

Δεύτερον, η ΕΕ βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους δύο μεγάλους οικονομικούς πόλους, την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρώτη έχει τεχνολογικό πλεονέκτημα, δηλαδή στις εμπορικές συναλλαγές της με την Ευρώπη είναι κερδισμένη, καθώς μπορεί να διαθέτει τα προϊόντα της σε τιμές χαμηλότερες από αυτές των αντίστοιχων προϊόντων που παράγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό ισχύει σε τομείς όπως τα ηλεκτρικά οχήματα, οι ηλιακοί συλλέκτες, ο υπολογιστικός εξοπλισμός κ.λπ. Η ΕΕ βρίσκεται επίσης σε τεχνολογικά μειονεκτική θέση σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και άλλων υπηρεσιών.

Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την οικονομική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες χρησιμοποιούν διάφορα μέσα, ιδίως δασμούς. Η Ευρώπη αποδέχεται την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, καθώς και τις προκλήσεις του Τραμπ σε εμπορικό και οικονομικό επίπεδο. Έτσι, η συνάντηση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Ντόναλντ Τραμπ, σε ένα γήπεδο γκολφ της Σκωτίας που ανήκει στον τελευταίο, ήταν ήδη μια απόδειξη αυτού. Από δε την άποψη του περιεχομένου, οι παραχωρήσεις που έκανε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – όπως και αυτές που έκανε η βρετανική κυβέρνηση κατά τις συναντήσεις με τον Τραμπ – δείχνουν το ίδιο πράγμα.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι υπάρχει ένα κοινό σημείο μεταξύ της θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης απέναντι στην Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη – η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Μεγάλη Βρετανία – που ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και του ΠΟΕ, έχουν γίνει οπαδοί του προστατευτισμού απέναντι στον ανταγωνισμό που αντιπροσωπεύει η Κίνα. Ωστόσο, η Ευρώπη διαπραγματεύεται συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τις χώρες του Νότου, για παράδειγμα της Αφρικής ή του Mercosur, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα που καταφέρνει να διατηρήσει. Η ΕΕ συνδυάζει λοιπόν τον προστατευτισμό έναντι της Κίνας με το ελεύθερο εμπόριο με χώρες που ανταγωνιστικά είναι σε μειονεκτική θέση, ιδίως στον τομέα της τεχνολογίας.

Υπάρχει μια προφανής σχέση μεταξύ της αποδοχής της αμερικανικής ηγεμονίας από την Ευρώπη και της δέσμευσης να αυξηθούν οι δαπάνες για τον εξοπλισμό έως και 5 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Η βιομηχανία όπλων είναι η πιο «ανθούσα» στην Ευρώπη. Σε ορισμένες βιομηχανικές περιοχές, οι εταιρείες όπλων προχωρούν σε νέες επενδύσεις, κάτι που δεν είχε συμβεί εδώ και πολύ καιρό στον τομέα της μεταλλουργίας. Αντίθετα, σε τομείς όπως αυτός των ηλεκτρικών οχημάτων, η ΕΕ υστερεί σημαντικά και η Κίνα κερδίζει μερίδια της αγοράς.

Antoine Larrache: Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι κυρίαρχες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελπίζουν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στον διεθνή ανταγωνισμό, προσπαθώντας να φτάσουν στο επίπεδο των άλλων μπλοκ, ή μάλλον έχουν παραιτηθεί;

Éric Toussaint: Νομίζω ότι έχουν συνειδητοποιήσει την κατωτερότητά τους και προσπαθούν απλώς να περιορίσουν τις ζημίες. Επιπλέον, αυτό αυξάνει την επιθυμία τους να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα που τους απομένουν σε σχέση με τις χώρες του Νότου, οι οποίες υστερούν τεχνολογικά και είναι πλούσιες σε πρώτες ύλες. Αλλά και σε αυτό το πεδίο, για παράδειγμα στην αφρικανική ήπειρο, οι ευρωπαϊκές χώρες υστερούν σαφώς σε σχέση με την Κίνα. Υπάρχει επίσης μια νέα επίθεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες και σε αυτό το θέμα έχουν πλεονέκτημα έναντι των ευρωπαίων καπιταλιστών όσον αφορά τους φυσικούς πόρους. Αυτό φαίνεται από τη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της Ρουάντα και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό υπό την αιγίδα του Τραμπ τον Αύγουστο του 2025, η οποία εξασφαλίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες πρόσβαση στους φυσικούς πόρους του ανατολικού Κονγκό, ή ακόμα και με τη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ Ζελένσκι και Τραμπ για τους φυσικούς πόρους τον Απρίλιο του 20251. Οι Ευρωπαίοι «βοηθούν» την κυβέρνηση Ζελένσκι με δάνεια, ελπίζοντας στη συνέχεια να αξιοποιήσουν ορισμένες ελαφρύνσεις του χρέους της Ουκρανίας σε αντάλλαγμα με μεγαλύτερη πρόσβαση στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τους φυσικούς πόρους της Ουκρανίας, αλλά ο Τραμπ τους έκοψε την παράσταση.

Antoine Larrache: Πιστεύεις ότι αυτή η έντονη κατωτερότητα είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην άνοδο της ακροδεξιάς; Μήπως ένα μέρος των κυρίαρχων τάξεων εγκαταλείπει την Ευρωπαϊκή Ένωση για να αναζητήσει περισσότερο προστατευτισμό;

Éric Toussaint: Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι σχεδόν γενικευμένη σε όλο τον κόσμο, σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές της Ευρώπης, επομένως η βασική εξήγηση για την άνοδο της ακροδεξιάς δεν προέρχεται από κάποια ιδιαιτερότητα της κατάστασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι στο πλαίσιο της υποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών, παρατηρήθηκε άνοδος των προτάσεων εθνικής αναδίπλωσης και ακροδεξιάς από τον Τραμπ και το Make America Great Again. Στην Ευρώπη, η άνοδος της ακροδεξιάς βασίζεται στην επισφάλεια των συνθηκών εργασίας και στην επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, η οποία αποδίδεται λανθασμένα στους μετανάστες. Η απογοήτευση και η αποπροσανατολισμός που προκαλεί η πολιτική της παραδοσιακής αριστεράς αποτελούν επίσης ένα εφαλτήριο για την ακροδεξιά, η οποία παρουσιάζεται σαν μια ριζική ρήξη.

Antoine Larrache: Η ακροδεξιά στην Ευρώπη ήταν παραδοσιακά αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πιστεύεις ότι αυτό αλλάζει;

Éric Toussaint: Έχει ήδη αλλάξει. Αυτό είναι πολύ σαφές στην περίπτωση της Μαρίν Λεπέν, η οποία ήταν κατά του ευρώ και έγινε υπέρμαχος του ενιαίου νομίσματος, κυρίως για να εξασφαλίσει την υποστήριξη του γαλλικού μεγάλου κεφαλαίου. Ο τομέας του γαλλικού μεγάλου κεφαλαίου που υποστηρίζει άμεσα το Εθνικό Μέτωπο δεν θα το είχε κάνει αν η Μαρίν Λεπέν είχε διατηρήσει την αντιευρωπαϊκή της στάση. Και η Μελόνι έκανε ακριβώς την ίδια επιλογή.

Τα περισσότερα κόμματα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς έχουν εγκαταλείψει την αντίθεσή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεχίζουν να ασκούν κριτική, απαιτώντας την ενίσχυση των απάνθρωπων μεταναστευτικών πολιτικών, αλλά ουσιαστικά προσανατολίζονται προς την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η ομάδα της Μελόνι συνήψε συμφωνία με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με αντάλλαγμα μια θέση ευρωπαίου επιτρόπου2 και τρεις προεδρίες επιτροπών3. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι οι τρεις επιτροπές που απέκτησε η κοινοβουλευτική ομάδα της Μελόνι είναι η γεωργία, ο προϋπολογισμός και οι αναφορές. Κατά συνέπεια, τις αναφορές που υποβάλλονται από τους ευρωπαίους πολίτες, όπως για παράδειγμα οι προσπάθειες για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, θα διαχειρίζεται μια επιτροπή στην οποία προεδρεύει η ακροδεξιά.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, κάτι τέτοιο δεν έχει ξαναγίνει. Η νέα νομοθετική περίοδος που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2024 σηματοδοτεί μια στροφή που εντείνει σημαντικά τη δεξιά στροφή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής4.

Antoine Larrache: Άρα, κατά τη γνώμη σου, υπάρχει μια προσπάθεια συγχώνευσης των συμφερόντων ενός σημαντικού μέρους της αστικής τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το πρόγραμμα της ακροδεξιάς;

Éric Toussaint: Ναι, εξαρτάται από τη χώρα, αλλά συνολικά, αυτή είναι η τάση, απολύτως.

Antoine Larrache: Αυτό ρίχνει φως στις μεγάλες δυσκολίες του κινήματος Renaissance του Μακρόν, το οποίο είναι περισσότερο προσανατολισμένο προς τον κλασικό φιλελευθερισμό.

Éric Toussaint: Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου και, εξάλλου, αν κοιτάξουμε τα εκλογικά αποτελέσματα, η ομάδα Renaissance του Μακρόν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπέστη μια πολύ σημαντική ήττα τον Ιούνιο του 2024, χάνοντας 21 ευρωβουλευτές, περνώντας από 98 έδρες σε 775. Ωστόσο, ο Μακρόν και άλλα κόμματα μέλη της ομάδας του στο ΕΚ είχαν ήδη προσανατολιστεί ξεκάθαρα προς παραχωρήσεις στην ακροδεξιά.

Οι κοινοβουλευτικές ομάδες που σημείωσαν τη μεγαλύτερη πρόοδο είναι αυτές της ακροδεξιάς. Έτσι, η ομάδα γύρω από τη Μαρίν Λεπέν κέρδισε 35 ευρωβουλευτές, κυρίως χάρη στη συμβολή του κόμματος του Βίκτορ Όρμπαν. Η ομάδα γύρω από τη Μελόνι κέρδισε 9.

Η πρώτη κοινοβουλευτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παραμένει το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (το PP στην Ισπανία, το CDU-CSU στη Γερμανία, της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν…) με 188 βουλευτές, ακολουθούμενη από τη σοσιαλιστική ομάδα με 136 μέλη. Ωστόσο, αν προσθέσουμε τις τρεις ακροδεξιές ομάδες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ECR, η ομάδα της Μελόνι με 78 βουλευτές6, η ομάδα των Πατριωτών για την Ευρώπη της Μαρίν Λεπέν και του Βίκτορ Όρμπαν με 84 βουλευτές7 και η ομάδα της Ευρώπης των Κυρίαρχων Εθνών που σχηματίστηκε γύρω από το AFD της Γερμανίας με 25 βουλευτές8), η ακροδεξιά καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με 187 βουλευτές, με μόνο ένα μέλος λιγότερο από την ομάδα του Λαϊκού Κόμματος9. Πολύ πιο πίσω, βρίσκεται η ομάδα Renaissance του Μακρόν με 77 έδρες και η ομάδα των Πρασίνων, η οποία έχασε 17 βουλευτές, περνώντας από 70 σε 53 έδρες στο ΕΚ. Υπενθυμίζουμε ότι οι Πράσινοι υποστηρίζουν τη Φον ντερ Λάιεν.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία στρέφεται όλο και περισσότερο προς τα δεξιά, υποστηρίζεται από την ομάδα των Σοσιαλιστών, την Renaissance και τους Πράσινους, οι οποίοι και οι δύο εξασθενούν. Όπως μόλις είπα, οι Πράσινοι έχασαν 17 εκλεγμένους στις τελευταίες ευρωπαϊκές εκλογές. Το ιταλικό κίνημα Πέντε Αστέρια, μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2024, ζήτησε να ενταχθεί στην ομάδα τους, αλλά του αρνήθηκαν την είσοδο επειδή το Πέντε Αστέρια αρνήθηκε να εκφραστεί υπέρ του ΝΑΤΟ. Έτσι, το κίνημα Πέντε Αστέρια προσχώρησε και ενίσχυσε την ομάδα της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς (The Left), η οποία αριθμεί 46 βουλευτές, με το LFI στη Γαλλία, το Podemos, το EHBildu, το Sumar στην Ισπανία, το Μπλόκο της Αριστεράς και το PC στην Πορτογαλία, το PTB στο Βέλγιο, το Sinn Fein στην Ιρλανδία, ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα κ.λπ.

Στη Βέλγιο, το μεγάλο κεφάλαιο βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Bart de Wever, ο οποίος ηγείται ενός κόμματος, της Nieuw-Vlaamse Alliantie (Νέα Φλαμανδική Συμμαχία, N-VA), που είναι μέλος της ομάδας της Meloni, δηλαδή της ακροδεξιάς, και που θα προωθήσει περαιτέρω τις επιθέσεις του κεφαλαίου κατά της εργασίας. Ας προσθέσουμε ότι σε αυτό το τμήμα της Βελγίου, τη Φλάνδρα, στις ευρωπαϊκές εκλογές, το Vlaams-Belang ήρθε πρώτο μπροστά από το N-VA… Το Vlaams-Belang (VB) είναι νεοφασιστικό και ανήκει στην ομάδα της Μαρίν Λεπέν και του Βίκτορ Όρμπαν. Έτσι, δύο ακροδεξιά κόμματα κυριαρχούν στη φλαμανδική πλευρά και ένα από τα δύο ηγείται της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Είναι λοιπόν σαφές προς ποια κατεύθυνση αποκλίνει το μεγάλο κεφάλαιο. Από τη γαλλόφωνη πλευρά του Βελγίου, το κύριο κόμμα της παραδοσιακής δεξιάς, το κίνημα των μεταρρυθμιστών (MR), που είναι μέλος του Renaissance σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει υιοθετήσει μια κατεύθυνση πολύ κοντά στην ακροδεξιά, γεγονός που του επιτρέπει να καταλαμβάνει το έδαφος της τελευταίας.

Έτσι, αν εξετάσουμε διάφορες χώρες, βλέπουμε ότι ο προσανατολισμός του μεγάλου κεφαλαίου συνίσταται σαφώς στη μείωση του χώρου για τους τομείς που αντιπροσωπεύουν μια παραδοσιακή δεξιά επιλογή, προς όφελος της ακροδεξιάς στροφής αυτών των πολιτικών σχηματισμών, ή στην ενίσχυση ανεξάρτητων σχηματισμών όπως το RN, το Vox, το Chega ή το VB, που είναι ακόμη πιο δεξιά από τους παραδοσιακούς σχηματισμούς.

Antoine Larrache: Και αν έπρεπε να συνοψίσεις σε λίγα σημεία το πρόγραμμα της ακροδεξιάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Éric Toussaint: Πιστεύω ότι δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμφωνήσουν πραγματικά σε ένα κοινό πρόγραμμα, αλλά αυτό βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στο στίγμα του Τραμπ. Όσον αφορά τη Ρωσία, για παράδειγμα, είναι υπέρ των διαπραγματεύσεων με τον Πούτιν, κάνοντας σημαντικές παραχωρήσεις, και επομένως δεν έχουν ακριβώς την ίδια λογική με την κυρίαρχη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον σύγκρουση Ουκρανίας-Ρωσίας. Υπάρχει επίσης η βούληση να εφαρμοστούν πιο σημαντικά προστατευτικά μέτρα. Τα ακροδεξιά κόμματα προσπαθούν να αναπαράγουν αυτό που κάνει ο Τραμπ με το MAGA, να απαιτούν από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να επαναπατρίσουν μέρος της παραγωγής τους στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Σε αυτό το σημείο, σίγουρα θα υπάρξουν εντάσεις μεταξύ των κομμάτων των διαφόρων χωρών, επειδή οι εθνικές δυναμικές θα οδηγήσουν στην επιθυμία να επαναπατρίσουν στην επικράτειά τους, προωθώντας το εθνικό συμφέρον και όχι μια κοινή ευρωπαϊκή θεώρηση.

Το οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς ακολουθεί επομένως αυτό που εφαρμόζει ο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε διεθνές επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για το θέμα της μετανάστευσης, όπου η ακροδεξιά επικροτεί τη σκληρότητα της πολιτικής που εφαρμόζει ο Τραμπ και θα ήθελε η Επιτροπή και οι εθνικές κυβερνήσεις, που ήδη εφαρμόζουν μια απάνθρωπη πολιτική, να την σκληρύνουν ακόμη περισσότερο. Ένα σημαντικό σημείο συμφωνίας μεταξύ των διαφόρων ακροδεξιών κομμάτων, η κατεύθυνση της Επιτροπής και των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, είναι η πολιτική των φορολογικών ελαφρύνσεων για τους πλουσιότερους και τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και η πολύ μεγάλη αύξηση των δαπανών για τον εξοπλισμό.

Antoine Larrache: Παρατηρούμε μια κατάρρευση των δημόσιων υπηρεσιών και της κοινωνικής προστασίας, καθώς και μια αύξηση του χρέους. Πώς βλέπεις την εξέλιξη σε σχέση με αυτά τα ζητήματα;

Éric Toussaint: Είναι σαφές ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη αύξηση τόσο του δημόσιου χρέους όσο και του χρέους των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Το χρέος των λαϊκών τάξεων έχει επίσης αυξηθεί, δεδομένης της πίεσης για μείωση των πραγματικών εισοδημάτων, είτε πρόκειται για μισθούς είτε για αποζημιώσεις ή κοινωνικές παροχές. Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης αντισταθμίζεται από την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών των λαϊκών τάξεων.

Όσον αφορά το δημόσιο χρέος των κρατών. Τα τελευταία 40 χρόνια, οι δημόσιες αρχές απάντησαν σε διάφορες περιόδους κρίσης του κεφαλαίου αυξάνοντας το δημόσιο χρέος. Στη δεκαετία του 1980, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σημαντικά ως απάντηση στη μεγάλη οικονομική κρίση του τέλους της δεκαετίας του 1970. Το χρέος αυξήθηκε, κυρίως με την πολιτική υψηλών επιτοκίων υπέρ του μεγάλου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, σε ένα πλαίσιο όπου οι κυβερνήσεις πουλούσαν το δημόσιο χρέος τους στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, η απάντηση στην τραπεζική κρίση του 2008 συνίστατο στην πολλαπλασιασμό των πολύ σημαντικών τραπεζικών διασωστικών μέτρων, τα οποία αύξησαν σημαντικά το δημόσιο χρέος.

Στη συνέχεια, από το 2012, υπήρξε αυτό που ονομάστηκε ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing), η οποία ξεκίνησε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (ήδη το 2010) και ακολουθήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπό τον Μάριο Ντράγκι, όταν αυτός ανέλαβε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διαδεχόμενος τον Γάλλο Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Η ποσοτική χαλάρωση σήμαινε τη μαζική, ακόμη μεγαλύτερη από πριν, έγχυση ρευστότητας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, με πολύ χαμηλά επιτόκια και αύξηση του δημόσιου χρέους. Οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες επωφελήθηκαν από αυτό, καθώς δανείζονταν με 0% από την Κεντρική Τράπεζα και δάνειζαν αυτά τα χρήματα στα κράτη, δεδομένου ότι τα κράτη δεν έχουν το δικαίωμα να δανείζονται απευθείας από την Κεντρική Τράπεζα. Οι ιδιωτικές τράπεζες δάνειζαν με 2 ή 3% στις κυρίαρχες οικονομίες και με 4, 5 ή 6% στις περιφερειακές χώρες, πραγματοποιώντας έτσι σημαντικά κέρδη.

Στη συνέχεια, το 2020, ήρθε ένα ακόμη σοκ με την πανδημία του κορονοϊού. Τότε, οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν, επειδή τα κράτη δεν ήθελαν να επιβαρύνουν τον μεγάλο φαρμακευτικό τομέα και τις GAFAM, που επωφελούνταν από τον περιορισμό της κυκλοφορίας και την πανδημία. Αντί να φορολογήσουν τα υπερβολικά κέρδη, οι κυβερνήσεις προτίμησαν να καταφύγουν στο χρέος, ακολουθώντας το σύνθημα «ό,τι κι αν κοστίσει». Έτσι, το δημόσιο χρέος συνέχισε να αυξάνεται.

Στη συνέχεια, υπήρξε το σοκ που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η αύξηση των τιμών της ενέργειας, οι επιπτώσεις των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, δηλαδή η αύξηση του ενεργειακού κόστους και, για τα νοικοκυριά, οι επιπτώσεις στις τιμές των τροφίμων. Έτσι, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε και πάλι, καθώς για άλλη μια φορά οι κυβερνήσεις αρνήθηκαν να επιβάλουν πρόσθετους φόρους στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούσαν υπερβολικά κέρδη στους τομείς της ενέργειας, της μεγάλης διανομής, του οπλισμού… Η αύξηση των δημόσιων δαπανών που ευνοούν τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλουσιότερους χρηματοδοτήθηκε με τη χρήση του δημόσιου χρέους, το οποίο αποτελεί μόνιμη πηγή εισοδήματος για τις ίδιες μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς αγοράζουν τίτλους χρέους.

Τέλος, οι κεντρικές τράπεζες, η Fed των Ηνωμένων Πολιτειών, η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Αγγλίας, από τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2022, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την ποσοτική χαλάρωση και να περάσουν στην ποσοτική σύσφιξη, δηλαδή σε αύξηση των επιτοκίων, μείωση της εισροής κεφαλαίων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και συρρίκνωση του ισολογισμού της ΕΚΤ και της Fed. Επομένως, παρατηρείται αύξηση των επιτοκίων, στην Ευρώπη αυξήθηκαν από 0 % σε 4,5 % το 2023, και στη συνέχεια σημειώθηκε μείωση σε λίγο κάτω από 3 % του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αύξησε το επιτόκιο της, το οποίο ήταν ακόμη στο 0 % στις αρχές του 2022, σε 4,75 % το 2024. Πρόσφατα, το επιτόκιο μειώθηκε ελαφρώς και βρίσκεται περίπου στο 4%. Η αύξηση των επιτοκίων από το 2022 είχε πολύ σημαντική επίδραση στο κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Το βάρος των αποπληρωμών του δημόσιου χρέους αυξήθηκε σημαντικά. Αυτό οδήγησε σε αύξηση του δημόσιου ελλείμματος, καθώς οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να κάνουν δώρα στους καπιταλιστές.

Το επιχείρημα ότι το δημόσιο χρέος έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα και γίνεται αβάσταχτο για τον προϋπολογισμό χρησιμοποιείται και πάλι συστηματικά από κυβερνήσεις που στην πραγματικότητα είναι υπεύθυνες για την αύξηση του χρέους. Αυξήσαν το δημόσιο χρέος επειδή αρνήθηκαν να επιβαρύνουν με το κόστος των κρίσεων που προκάλεσε ο καπιταλισμός τις μεγάλες επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν από αυτές και τους μεγάλους μετόχους που συνέχισαν να πλουτίζουν. Αναφέρθηκα στις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, στις GAFAM, αλλά υπάρχουν και οι εταιρείες παραγωγής και διανομής ενέργειας, οι εταιρείες του τομέα των τροφίμων και της διανομής, οι τράπεζες, οι εταιρείες παραγωγής όπλων που έχουν αποκομίσει τεράστια κέρδη.

Έτσι, ελλείψει αύξησης των φόρων στις μεγάλες επιχειρήσεις και με τη διατήρηση των προνομίων για τους πλουσιότερους, οι δημόσιες αρχές αύξησαν το δημόσιο χρέος.

Το 2025, η Γαλλία έφτασε σε δημόσιο χρέος που ισοδυναμεί με το 114% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, η Ιταλία στο 138%, η Ελλάδα στο 152%, το Βέλγιο στο 107%, η Ισπανία στο 103% και οι άλλες χώρες γενικά κάτω από το 100%. Η μεγάλη πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται σαφώς πάνω από το 60% του ΑΕΠ που προβλέπεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αμφισβητούμε την εγκυρότητα της σύγκρισης μεταξύ του χρέους και του ΑΕΠ, αλλά δεδομένου ότι ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται από τις κυβερνήσεις και τις συνθήκες που διέπουν την ΕΕ, αποτελεί ένα μέσο μέτρησης, όσο ελαττωματικό και αν είναι.

Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται η δεξιά, η αύξηση του δημόσιου χρέους δεν προκαλείται από υπερβολικές κοινωνικές δαπάνες ή δαπάνες μισθών στο δημόσιο τομέα ή από δημόσιες επενδύσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

Η αύξηση του δημόσιου χρέους είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: 1. μιας πολιτικής αύξησης των παράνομων δαπανών, όπως οι δημόσιες ενισχύσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις και η αύξηση των δημόσιων παραγγελιών στις βιομηχανίες όπλων, στις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες (κατά τη διάρκεια της πανδημίας) κ.λπ. 2. μιας πολιτικής ανεπαρκών δημόσιων εσόδων λόγω της άρνησης να φορολογηθούν οι πλούσιοι και τα (υπερ)κέρδη τους.

Η δεξιά, που αναζητούσε ένα επιχείρημα για να περάσει σε ένα νέο στάδιο πολιτικών λιτότητας και επιθέσεων κατά των κεκτημένων που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση για να υποστηρίξει ότι πρέπει να αυξηθούν οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και στις δημόσιες επενδύσεις, ιδίως σε σχέση με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και της οικολογικής κρίσης.

Εκμεταλλεύονται επίσης την ευκαιρία για να μειώσουν τις δαπάνες για την αναπτυξιακή βοήθεια. Δεν είχαμε καμία ψευδαίσθηση για τον τρόπο με τον οποίο παρέχεται η αναπτυξιακή βοήθεια, αλλά συνειδητοποιούμε ότι η μείωσή της δεν είναι προς το συμφέρον των λαών του Νότου, όταν ο Τραμπ κλείνει οριστικά την US Aid, αυτό έχει καταστροφικές συνέπειες για τις συνθήκες υγείας εκατομμυρίων ανθρώπων που, για παράδειγμα, στην Αφρική λάμβαναν θεραπείες για την καταπολέμηση του AIDS.

Antoine Larrache: Πιστεύεις ότι υπάρχει κίνδυνος οικονομικής κατάρρευσης, δηλαδή κατάρρευσης κρατών που θα καταστούν ανίκανα να πληρώσουν το χρέος τους;

Éric Toussaint: Υπάρχει μια δραματοποίηση του ζητήματος του χρέους, την οποία πρέπει να καταγγείλουμε. Δεν αντιμετωπίζουμε την προοπτική κατάρρευσης ή αδυναμίας αποπληρωμής. Από την άποψη της αριστεράς, αυτό που χρειάζεται είναι μια κυβέρνηση που θα δηλώσει, με βάση έναν έλεγχο του χρέους με τη συμμετοχή των πολιτών, ότι ένα μέρος του δημόσιου χρέους είναι παράνομο ή ακόμη και απεχθές, και ότι πρέπει να προχωρήσει σε πολύ σημαντικές διαγραφές του. Θα θέλαμε μια αριστερή κυβέρνηση που εφαρμόζει μια πολιτική ευνοϊκή για τον πληθυσμό και πραγματοποιεί τεράστιες δημόσιες επενδύσεις για την καταπολέμηση της οικολογικής κρίσης να λάβει μια τέτοια απόφαση.

Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξακολουθεί να κατέχει 3,6 τρισεκατομμύρια ευρώ σε τίτλους δημόσιου χρέους των χωρών της ευρωζώνης10, δηλαδή περίπου το 20% του δημόσιου χρέους κάθε χώρας. Εάν η ΕΚΤ ακύρωνε αυτές τις απαιτήσεις, θα υπήρχε μείωση κατά περίπου 20% και το επιχείρημα για την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας θα κατέρρεε. Πράγματι, όσο η ΕΚΤ είναι πιστωτής ενός σημαντικού μέρους του χρέους, μπορεί να ασκήσει πίεση σε προοδευτικές κυβερνήσεις που θα ήθελαν να εφαρμόσουν μια πολιτική κατά της λιτότητας.

Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα όταν μιλάμε για εναλλακτικές λύσεις. Αλλά φυσικά υπάρχουν και τα χρέη που απαιτούνται από το μεγάλο κεφάλαιο που αγοράζει τίτλους δημόσιου χρέους, και σε αυτή την περίπτωση οι προοδευτικές κυβερνήσεις που θα εκλεγούν θα πρέπει να λάβουν μέτρα ακύρωσης/απόρριψης.

Τώρα, αν η δεξιά παραμείνει στην εξουσία, θα χρησιμοποιήσει το επιχείρημα του ύψους του δημόσιου χρέους για να εφαρμόσει αυστηρότερες πολιτικές λιτότητας. Αυτό δεν θα λύσει σε καμία περίπτωση τα οικονομικά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά θα αυξήσει την επιθετική ικανότητα του μεγάλου κεφαλαίου έναντι της εργασίας.

Αυτό δεν θα λύσει τα διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά στη μάχη του κεφαλαίου εναντίον της εργασίας, το κεφάλαιο θα κερδίσει πόντους χάρη στις επιθέσεις που θα εξαπολύσει στο όνομα της ανάγκης να γίνουν περικοπές για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.

Το ζήτημα του δημόσιου χρέους είναι επομένως ένα κεντρικό στοιχείο. Σε αυτό το σημείο, σε σχέση με ένα μέρος της αριστεράς που λέει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα δημόσιου χρέους, νομίζω ότι η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να πει ότι αυτή η απάντηση είναι πολύ περιορισμένη, ότι υπάρχει πραγματικά ένα πρόβλημα δημόσιου χρέους, επειδή ένα μεγάλο μέρος του είναι παράνομο. Ναι, το ύψος του δημόσιου χρέους δεν είναι δραματικό, αλλά είναι πολύ σημαντικό και αδικαιολόγητο. Πρέπει να μειωθεί ριζικά αυτό το δημόσιο χρέος. Όχι επιταχύνοντας τις αποπληρωμές, αλλά αντίθετα αρνούμενοι σε μεγάλο βαθμό τις αποπληρωμές και επιβαρύνοντας το μεγάλο κεφάλαιο – που επωφελήθηκε συστηματικά – με το κόστος αυτών των διαγραφών χρέους, ώστε να απελευθερωθούν οι πόροι για ένα άλλο είδος πολιτικής και ένα άλλο μοντέλο ανθρώπινης ανάπτυξης, που θα σέβεται τις οικολογικές ισορροπίες.

Antoine Larrache: Ποιά σημαντικά οικονομικά μέτρα;

Éric Toussaint: Πιστεύω ότι ένα αριστερό πρόγραμμα πρέπει πρώτα να ξεκινά από την εμπειρία των πληθυσμών. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις εργασίας, κοινωνικά χρήσιμες και πολύ καλύτερα αμειβόμενες από ό,τι σήμερα, με καλύτερες συνθήκες εργασίας. Χρειάζεται μια ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, με αντισταθμιστικές προσλήψεις και αύξηση του πραγματικού εισοδήματος. Χρειάζεται μια πολύ υψηλή φορολογική πολιτική, με ριζική μείωση, ακόμη και κατάργηση του ΦΠΑ σε μια σειρά βασικών υπηρεσιών – ξεκινώντας από το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια –, ριζική αύξηση των φόρων επί των εισοδημάτων και της περιουσίας των πλουσιότερων. Είναι επίσης μια απάντηση, μέσω των εσόδων, σε ένα μέρος του ζητήματος που θέτει το δημόσιο χρέος.

Ωστόσο, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα φορολογικής δικαιοσύνης δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή παράνομων χρεών. Αν αυξήσουμε τα έσοδα, είναι για να αυξήσουμε τις νόμιμες δαπάνες, τις δημόσιες επενδύσεις για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης σε σχέση με την καταπολέμηση της οικολογικής κρίσης. Χρειάζονται λοιπόν τεράστιες επενδύσεις στις δημόσιες συγκοινωνίες, στην έξοδο από την πυρηνική ενέργεια και σε μια σειρά έργων που θα δημιουργήσουν επίσης θέσεις εργασίας για εξειδικευμένο προσωπικό. Χρειάζεται αύξηση των δαπανών για τις δημόσιες υπηρεσίες, με μαζική δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδίως στον τομέα της υγείας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τι συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, η οποία μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία της δημόσιας υγείας και το γεγονός ότι οι μεγάλες ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες δεν ανταποκρίνονται καθόλου στις ανάγκες των πληθυσμών.

Πρέπει να τεθούν υπό δημόσιο καθεστώς οι μεγάλοι τομείς της οικονομίας. Ο τομέας της ενέργειας πρέπει να απαλλοτριωθεί και να γίνει δημόσιος τομέας. Με την απαλλοτρίωση, ο τομέας των τραπεζών και των ασφαλειών πρέπει να τεθεί εξ ολοκλήρου υπό δημόσιο μονοπώλιο, πρέπει να κοινωνικοποιηθεί.

Πρέπει να καταργηθεί μια σειρά από λεόντειες συμβάσεις που η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε στις χώρες του Νότου – συνθήκες που, στο όνομα του ελεύθερου εμπορίου, δυσχεραίνουν τις χώρες του Νότου – και, ως εκ τούτου, να εισαχθεί ένας άλλος τύπος εμπορίου.

Η σχέση του Βορρά, για παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τους λαούς του Νότου πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει, ιδιαίτερα η μεταναστευτική πολιτική. Η αναπτυξιακή βοήθεια πρέπει να αντικατασταθεί από αποζημιώσεις που θα καταβληθούν στους λαούς του Νότου και από την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν παράνομα από τον Βορρά σε βάρος των πληθυσμών του Νότου.

Υπάρχει επίσης το ζήτημα της βιομηχανίας όπλων, η αριστερά πρέπει να καταπολεμήσει την αύξηση των δαπανών για όπλα και να δηλώσει ότι ο τομέας των όπλων πρέπει επίσης να τεθεί υπό δημόσιο έλεγχο και να ρυθμιστεί αυστηρά, με στόχο την αποστρατιωτικοποίηση, κάτι που απαιτεί διεθνείς διαπραγματεύσεις.

Αυτά είναι απολύτως θεμελιώδη στοιχεία ενός αριστερού προγράμματος.

24 Οκτωβρίου 2025

Ο Éric Toussaint, Βέλγος οικονομολόγος και ιστορικός, είναι εκπρόσωπος του διεθνούς δικτύου του Επιτροπής για την κατάργηση των παράνομων χρεών (CADTM), μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της 4ης Διεθνούς και του βελγικού τμήματός της, της Gauche Anticapitaliste. Είναι συγγραφέας περίπου δεκαπέντε βιβλίων, μεταξύ των οποίων τα εξής: Banque mondiale – Une histoire critique (Syllepse, Παρίσι, 2022) ; Capitulation entre adultes : Grèce 2015, une alternative était possible (Syllepse, Παρίσι, 2020) ; Le Système dette (Les Liens qui Libèrent, Παρίσι, 2017).

Σημειώσεις

1. «Η αρπαγή των φυσικών πόρων της Ουκρανίας και της ανατολικής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Οι ιμπεριαλισμοί στην επίθεση», Éric Toussaint, CADTM, 15 Μαΐου 2025.

2. Η ομάδα ECR εξασφάλισε την τοποθέτηση τους μέλους της, Raffaele Fitto (Ιταλία), από το κόμμα της Μελόνι, Fratelli d’Italia, ως Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η τοποθέτηση αυτή συνοδεύει τη θητεία της “Επιτροπής von der Leyen II”, που ανέλαβε την 1η Δεκεμβρίου 2024 και θα εποπτεύει όλο το φάκελο “Συνοχή και Μεταρρύμιση”.

3. Ο Johan Van Overtveldt, μέλος της ομάδας ECR της Μελόνι στο ευρωκοινοβούλιο και μέλος του βελγικού κόμματος N-VA, έχει εκλεγεί πρόεδρος της Επιτροπής Προϋπολογισμού (BUDG). Η Veronika Vrecionová, εκπρόσωπος της ECR από την Τσεχία, εκλέχτηκε πρόεδρος της Επιτροπής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης. Ο Bogdan Rzońca, επίσης της ECR από την Πολωνία, έχει εκλεγεί πρόεδρος της Επιτροπής Ψηφισμάτων του ευρωκοινοβουλίου (PETI).

4. «Έκδοση 2.0: Μια Ευρώπη που μπατάρει δεξιά και ακροδεξιά», Éric Toussaint, CADTM, 27 Ιουλίου 2024.

5. Φαίνεται ότι η ομάδα Renew διαθέτει, τον Οκτώβρη 2025, μόνο 75 εκλεγμένους, μετά την παραίτηση 2 μελών της ομάδας. Για λεπτομέρειες για τη σύνθεση της ομάδας Renew στο ευρωκοινοβούλιο: https://www.europarl.europa.eu/meps/en/search/advanced?name=&euPoliticalGroupBodyRefNum=7035&countryCode=&bodyType=ALL (2 Νοεμβρίου 2025).

6. Η ομάδα ECR κέρδισε μία έδρα μετά τον Ιούνιο του 2024 και έχει 79 έδρες τον Οκτώβριο του 2025. Βλ. https://www.europarl.europa.eu/meps/en/search/advanced?name=&euPoliticalGroupBodyRefNum=7037&countryCode=&bodyType=ALL (2 Νοεμβρίου 2025).

7. Η ομάδα της Μαρίν Λε Πεν και του Βίκτορ Όρμπαν, οι Πατριώτες της Ευρώπης, επίσης αυξήθηκε από τις εκλογές του Ιουνίου 2024 και τη χρονική στιγμή που δόθηκε η συνέντευξη αυτή, τον Οκτώβρη του 2025. Διαθέτει σήμερα 85 έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο. Βλ. https://www.europarl.europa.eu/meps/en/search/advanced?name=&euPoliticalGroupBodyRefNum=7150&countryCode=&bodyType=ALL (2 Νοεμβρίου 2025).

8. Η ομάδα των Κυρίαρχων Εθνών της Ευρώπης, που έχει σχηματιστεί γύρω από τη γερμανική AFD, αυξήθηκε από 25 σε 27 έδρες από τον Ιούνιο του 2024 και τη συνέντευξη: https://www.europarl.europa.eu/meps/en/search/advanced?name=&euPoliticalGroupBodyRefNum=7151&countryCode=&bodyType=ALL

9. Σύμφωνα με έρευνα του ιστοτόπου του ΕΚ στις 2 Νοεμβρίου 2025, και οι τρεις μαζί ακροδεξιές ομάδες θα έχουν συνολικά 191 έδρες, 3 περισσότερες από το ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, που έχει 188 έδρες.

10.Βλ. https://www.ecb.europa.eu/mopo/implement/app/html/index.en.html#pspp και https://www.ecb.europa.eu/mopo/implement/pepp/html/index.en.html .