2023 01 17 00 Ernest Mandel 300px

ΕΡΝΕΣΤ ΜΑΝΤΕΛ

Άτομα και κοινωνικές τάξεις:
η περίπτωση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου

(Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στο "New Left Review", n° 157 (1986), με τίτλο "The role of the individual in history: the case of world war II" και στα πορτογαλικά στο "Revista Da Historia" n°1 (1995). Γαλλική μετάφραση (2010) για την ιστοσελίδα www.ernestmandel.org )

Η πρωτοκαθεδρία των σχέσεων και των συγκρούσεων μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων στον καθορισμό της πορείας της ιστορίας είναι μια από τις θεμελιώδεις παραδοχές του ιστορικού υλισμού. Στις κοινωνίες που χωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις, οι σχέσεις αυτές είναι αναγκαστικά ταξικές σχέσεις. Έτσι, η ιστορία εξηγείται, σε τελική ανάλυση, ως μια ιστορία αγώνων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και των βασικών τους φατριών (1), που υπερκαθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική λογική κάθε συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής.

ΕΡΝΕΣΤ ΜΑΝΤΕΛΜια τέτοια θεώρηση της ιστορίας δεν βασίζεται στην "άρνηση" της ανθρώπινης ατομικότητας ούτε στην "υποτίμηση" της ατομικής αυτονομίας, της δομής του χαρακτήρα τους ή των δικών τους "αξιών". Αντίθετα, η θεώρηση ότι η ιστορία διαμορφώνεται βασικά από τις κοινωνικές δυνάμεις απορρέει από την πλήρη κατανόηση του γεγονότος ότι ένας άπειρος αριθμός ατομικών πιέσεων θα τείνει να δημιουργήσει τυχαίες κινήσεις που σε μεγάλο βαθμό αλληλοεξουδετερώνονταν αν ήσαν αποκλειστικά και μόνο ατομικές.

Για να μπορεί η ιστορία να γίνει κατανοητή και να μην είναι μια επίπεδη διαδοχή ασύνδετων γεγονότων, πρέπει να ανακαλυφθούν κοινά χαρακτηριστικά στη συμπεριφορά των ατόμων. Με αυτόν τον τρόπο, εκατομμύρια ατομικές συγκρούσεις, επιλογές και πιθανές κατευθύνσεις φαίνεται να αποκτούν μια ορισμένη λογική πράγμα που επιτρέπει να τις δούμε ως ένα πραγματικό παραλληλόγραμμο δυνάμεων, που υπόκεινται σε έναν πεπερασμένο αριθμό πιθανών λύσεων και συνεπειών. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην πραγματική ιστορία.

Παραδόξως, όσοι αρνούνται την πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών δυνάμεων στη διαμόρφωση της ανθρώπινης μοίρας υποβαθμίζουν επίσης περισσότερο το ρόλο της πλειοψηφίας των ατόμων στην κοινωνία. Όμως, είναι μόνο σε συνθήκες στις οποίες η συντριπτική πλειοψηφία έχει αποκλειστεί από τη διαμόρφωση της ιστορίας, που λίγοι "μεγάλοι άνδρες" μπορούν να αποκτήσουν τη δύναμη να διαμορφώσουν την πορεία των γεγονότων.

Όταν ο ιστορικός υλισμός υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές δυνάμεις υπερέχουν έναντι των ατομικών ενεργειών στον καθορισμό της πορείας της ιστορίας, δεν αρνείται ότι ορισμένα άτομα παίζουν σε αυτά εξαιρετικούς ρόλους. Αν οι άνδρες και οι γυναίκες κάνουν την ιστορία, αυτό γίνεται πάντα με μια ορισμένη συνείδηση, η οποία -βέβαια- μπορεί να είναι "ψευδής" συνείδηση στο βαθμό που ερμηνεύουν λαθεμένα τα πραγματικά τους συμφέροντα ή δεν προβλέπουν τις αντικειμενικές συνέπειες των πράξεών τους. Σε αυτό το πλαίσιο, προκύπτει ότι ορισμένα άτομα στην ηγεσία κοινωνικών ρευμάτων μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ιστορία, όχι ως υπεράνθρωποι, αλλά ακριβώς ως συνέπεια των κοινωνικών τους σχέσεων, όπως αυτές έχουν οριοθετηθεί.

Ωστόσο, τέτοιες προσωπικότητες δεν μπορούν να αλλάξουν την κεντρική τάση των γεγονότων. Ακόμη και ο πιο ισχυρός τύραννος στον κόσμο δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αμείλικτες απαιτήσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου που απορρέουν από τη δομή της ατομικής ιδιοκτησίας και του ανταγωνισμού στον καπιταλιστικό κόσμο. Οποιαδήποτε προσπάθεια, για παράδειγμα, να επιστρέψουμε στη λογική της δουλοκτητικής παραγωγής (όπως προσπάθησε να το κάνει ο Χίτλερ) θα καταλήξει σε τελευταία ανάλυση σε αποτυχία όσο η σημερινή τεχνολογία και η ατομική ιδιοκτησία καπιταλιστικού τύπου συνεχίζουν να επικρατούν. Παρομοίως, ούτε η ατομική ιδιοφυΐα ούτε η "θέληση της δύναμης" δεν μπορούν από μόνες τους να ανατρέψουν τους καταναγκασμούς του υλικού (κοινωνικοοικονομικού) συσχετισμού δυνάμεων. Έτσι, με δεδομένες τις αντίστοιχες ικανότητες των παραγωγικών δυνάμεων της καπιταλιστικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών το 1941, η ναζιστική Γερμανία, ακόμη και μετά την υποταγή ολόκληρης της Ευρώπης, δεν είχε καμία πιθανότητα να κερδίσει έναν πόλεμο ενάντια στην τεράστια οικονομική δύναμη της Βόρειας Αμερικής, εκτός και αν κατόρθωνε να ενσωματώσει με επιτυχία όλους τους φυσικούς και βιομηχανικούς πόρους της Σοβιετικής Ένωσης -μια διαδικασία που όπως και νάχει θα είχε πάρει πολλά χρόνια.

Με δεδομένους όμως αυτούς τους παγκόσμιους κοινωνικούς και υλικούς περιορισμούς, ορισμένες προσωπικότητες μπορούν να επηρεάσουν την ιστορία είτε έχοντας μια πιο σαφή αντίληψη από άλλους για τις ιστορικές ανάγκες της τάξης τους, είτε καθυστερώντας την αναγνώριση αυτών των αντικειμενικών αναγκών. Με την επιρροή που έχουν, μπορούν να επιβάλλουν αποφάσεις που, βραχυπρόθεσμα, είτε προωθούν είτε ανατρέπουν τα συμφέροντα των κοινωνικών δυνάμεων που εκπροσωπούν. Τότε οι συνέπειες της επιρροής τους είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από τη βούλησή τους ή από τις διακηρυγμένες προθέσεις τους. Στις 31 Αυγούστου 1939, ο Χίτλερ, για παράδειγμα, δεν επιθυμούσε βέβαια να περιορίσει την εδαφική εξουσία της γερμανικής άρχουσας τάξης στο μισό του Ράιχ, όπως αυτό συνέβη μερικά χρόνια αργότερα. Όμως, αυτή η απώλεια εξουσίας και εδάφους ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα της αλυσίδας των γεγονότων που πυροδότησε η εισβολή του στην Πολωνία την επόμενη μέρα.

Εξάλλου, αυτά τα γεγονότα, περιέλαβαν μια σειρά από ενέργειες που δεν αποτελούσαν τη μόνη δυνατή επιλογή για το ναζιστικό κοινωνικό μπλοκ και για τις οποίες ο Χίτλερ, ως άτομο, είχε μια άμεση ευθύνη.

Προκάλεσε ο Χίτλερ τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;

ΧίτλερΑυτή η διάκριση ανάμεσα στην τάση για μεγάλες προαιώνιες κινήσεις της ιστορίας και στις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της ιστορικής εξέλιξης αποτελεί, φυσικά, μόνο μια στοιχειώδη προσέγγιση της σχέσης μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων και των ατόμων στη διαμόρφωση της πορείας των γεγονότων. Μια πρόσθετη, ουσιώδης κατηγορία περιλαμβάνει τις συγκυριακές ανάγκες των κοινωνικών ομάδων. Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα της εισβολής στην Πολωνία, είναι αναμφίβολα αλήθεια ότι η απόφαση ήταν πρωτίστως του Χίτλερ. Εκφράζει, με εντυπωσιακό τρόπο, τις αντιφατικές πτυχές της προσωπικότητάς του: τόλμη, μονομανία, οπορτουνιστική δεξιοτεχνία καθώς και κυκλική εναλλαγή παραλυτικής αναποφασιστικότητας και υπερ-βολονταρισμού. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι ήδη από το 1932 κορυφαίοι κύκλοι της γερμανικής καπιταλιστικής τάξης είχαν αποφασίσει (λαμβάνοντας υπόψη τα συγκυριακά τους συμφέροντα) ότι η μόνη διέξοδος της Γερμανίας από την οικονομική κρίση ήταν η εγκαθίδρυση της ηγεμονίας τους στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Στη βάση αυτού του στρατηγικού προσανατολισμού και του μαζικού επανεξοπλισμού που αυτός συνεπαγόταν, ο πόλεμος έγινε ουσιαστικά αναπόφευκτος εξαιτίας δύο παραγόντων. Πρώτον, ήταν ο επανεξοπλισμός ως αντίδραση των κυριότερων καπιταλιστικών αντιπάλων της Γερμανίας -πριν απ’όλα της Βρετανία, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών- για να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τη γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη και τη μετεξέλιξη της σε παγκόσμια δύναμη. Εξ ου και ο αυξανόμενος πειρασμός, για ολόκληρη τη ναζιστική ηγεσία, να εξαπολύσει πόλεμο πριν κινητοποιηθούν οι τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις του αμερικανικού καπιταλισμού και ενώ η Γερμανία διέθετε ακόμη ορισμένα τεχνολογικά πλεονεκτήματα σε σύγχρονα αεροσκάφη και τεθωρακισμένα. Δεύτερον, ο μαζικός επανεξοπλισμός οδήγησε σε μια ακόμα πιο βαθιά χρηματοπιστωτική κρίση για τον γερμανικό καπιταλισμό. Τα συναλλαγματικά αποθέματα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί και η πληρωμή των τόκων του εθνικού χρέους είχε γίνει δυσβάσταχτη. Σε αυτές τις συνθήκες, ήταν αδύνατο να συνεχιστεί ο ρυθμός στρατιωτικοποίησης τέτοιου επιπέδου χωρίς την ενσωμάτωση πρόσθετων υλικών πόρων εκτός της Γερμανίας. (2) Εξ ου και η ανάγκη να λεηλατηθούν οι γειτονικές οικονομίες και να γίνει προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί μια οργάνωση της βιομηχανίας σε ηπειρωτική κλίμακα, συγκρίσιμη με εκείνες των ΗΠΑ ή της ΕΣΣΔ.

Έτσι, αν και η τελική απόφαση να επιτεθεί η Βέρμαχτ την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ήταν αναμφίβολα του Χίτλερ, αυτή η απόφαση εγγραφόταν στην ακατανίκητη τάση για πόλεμο που γέννησε η βραχυπρόθεσμη επιλογή που έκανε η πλειοψηφία της γερμανικής άρχουσας τάξης. Και αυτή η απόφαση όντας διαμορφωμένη από τις εσωτερικές αντιφάσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού που οξύνθηκαν από τις διαδοχικές κρίσεις των ετών 1919-23 και 1929-32.

Η σχεδόν ομόφωνη απόφαση της γερμανικής άρχουσας τάξης να αλλάξει βίαια και επιθετικά την παγκόσμια κατανομή της οικονομικής ισχύος δεν ήταν τυχαία. Η Γερμανία άργησε πολύ να εισέλθει στην αρένα των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων για να αποκτήσει δική της αποικιακή αυτοκρατορία εκτός Ευρώπης, ανάλογη με τη σημασία της στην παγκόσμια αγορά. Κατά συνέπεια, το "προφανές πεπρωμένο" της ερμηνεύτηκε ως εκείνο της εγκαθίδρυσης μιας τέτοιας αυτοκρατορίας μέσα στην ίδια την Ευρώπη. Η δυσανάλογη πολιτική επιρροή των "Γιούνκερς" (μιας κάστας αριστοκρατών αξιωματικών και μεγαλογαιοκτημόνων) - αποτέλεσμα των αποτυχημένων προσπαθειών για αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις στη Γερμανία του 19ου αιώνα - επέτεινε τις τυχοδιωκτικές και αλαζονικές πτυχές της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής με τη μορφή της στρατιωτικής επέκτασης.

Όλα αυτά εξηγούν γιατί, παρά την πολιτιστική της περηφάνια και τις παραδόσεις υποστήριξης του "Νόμου και της Τάξης", η γερμανική άρχουσα τάξη μπόρεσε να εναποθέσει το μέλλον της στα χέρια ενός τυχοδιώκτη. Φυσικά, υπό "κανονικές" συνθήκες, η αστική τάξη επιλέγει μάλλον μια πολιτική ηγεσία που επιλέγεται στο εσωτερικό της ίδιας της τάξης της. Σε περιόδους κρίσης, ωστόσο, η αστική τάξη έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να αποκαταστήσει την ταξική της εξουσία απευθυνόμενη σε ρεφορμιστές ηγέτες του εργατικού κινήματος, με στόχο να τους χρησιμοποιήσει για να διατηρήσει τις βασικές δομές και αξίες του καπιταλιστικού καθεστώτος. Αυτή η γραμμή της ταξικής συνεργασίας ενσαρκώθηκε στην ιστορία μέσα από προσωπικότητες όπως οι Ebert, McDonald, Leon Blum, Clement Attlee, Van Acker, Spaak, Wily Brandt, Helmut Schmidt και σήμερα ο François Mitterrand.

Για να ενθρονίσει μια ισχυρή αστική τάξη έναν ηγέτη τύπου Χίτλερ στην εξουσία, απαιτούνται ωστόσο, πολύ εξαιρετικές περιστάσεις: μια βαθιά κοινωνικοοικονομική κρίση που προκαλεί γενικευμένες κοινωνικές εντάσεις προεπαναστατικού χαρακτήρα. Σε τέτοιες εξαιρετικές συνθήκες κρίσης, τα υποβαθμισμένα στρώματα από όλες τις κοινωνικές τάξεις -αλλά κυρίως από τη μικροαστική τάξη- μπορούν να ακολουθήσουν τυφλά δημαγωγούς « desperados » που τους υπόσχονται να "λύσουν τα προβλήματα του έθνους", ανεξάρτητα από το ανθρώπινο ή το υλικό κόστος και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις αξίες που παραδοσιακά είχαν γίνει αποδεκτές μέχρι τότε. Ο Τρότσκι χαρακτήρισε εύστοχα τέτοιους τυχοδιώκτες ως "wildgewordene kleinbürger" (μικροαστοί που έγιναν άγριοι).

Ο Χίτλερ, ως πολιτικό πρότυπο, είναι λοιπόν το προϊόν μιας ιδιαίτερης συγκέντρωσης περιστάσεων: της καταστροφής των μικρών βιοτεχνών και μικρομαγαζατόρων, της μαζικής ανεργίας στην κάστα των δημοσίων υπαλλήλων και των αξιωματικών, την καταστροφή των μικρεμπόρων και των μετόχων, τον ανταγωνιστικό φθόνο των αντισημιτών γιατρών και δικηγόρων με λίγους πελάτες κ.λπ. Η γκανγκστερική νοοτροπία αυτών των ατόμων ήταν ήδη σαφώς ορατή στη συγκρότηση των "Freikorps" τον Νοέμβριο του 1918. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν κυριολεκτικά εκατοντάδες εν δυνάμει Χίτλερ και Χίμλερ στη Γερμανία μετά το 1918, με τον ίδιο ιδεολογικό προσανατολισμό και σχεδόν πανομοιότυπο χαρακτήρα με τον μελλοντικό Φύρερ.

Έτσι, ο τρόπος με τον οποίο το Τρίτο Ράιχ αναδύθηκε μέσα από την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και έστρωσε το δρόμο για έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο καθορίστηκε μόνο σε περιορισμένο βαθμό από τα ιδιαίτερα ταλέντα και τις αδυναμίες του Χίτλερ ως μεμονωμένου πολιτικού. Η ευρύτερη κοινωνική κρίση, της οποίας ο "τύπος Χίτλερ" ήταν ένα επιφαινόμενο, είναι ασύγκριτα πιο καθοριστική. Ακόμη και η μονομανία του Χίτλερ απέναντι στους Εβραίους μπορεί να θεωρηθεί σήμερα ως μια ευρέως διαδεδομένη παραφροσύνη σε όλα τα αντιδραστικά στρώματα της γερμανικής κοινωνίας της εποχής. Πρόσφατα, ο ιστορικός Rölhin ανακάλυψε στο ημερολόγιο του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' του 1919 - τη χρονιά που ο Χίτλερ μπήκε στην πολιτική - μια ξεκάθαρη φράση: "Κανένας Γερμανός δεν μπορεί να ησυχάσει μέχρις ότου το έδαφος της Γερμανίας καθαριστεί από αυτά τα παράσιτα (τους Εβραίους) που πρέπει να εξοντωθούν" (3).

Μαρξισμός και κοινωνική ψυχολογία

Η νοοτροπία του « desperado » έγινε χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων στρωμάτων της γερμανικής κοινωνίας μεταξύ του 1918 και του 1933. Γιατί αυτή η νοοτροπία υιοθετήθηκε από τις άρχουσες τάξεις; Πρώτον, είναι απαραίτητο να κατανοηθεί ο ρόλος των συλλογικών νοητικών δομών, οι οποίες χρησιμεύουν για τη διαμεσολάβηση των συμφερόντων αυτών των στρωμάτων. Η κοινωνική ψυχολογία είναι απαραίτητο εργαλείο της μαρξιστικής ερμηνείας της ιστορικής διαδικασίας και πρέπει να αποσαφηνίζει με ποιο τρόπο ιδιαίτερες νοοτροπίες συνδέονται με μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, ακόμα και όταν εκφράζουν μια ψευδή συνείδηση που διαστρεβλώνει ή ερμηνεύει λαθεμένα τα "αντικειμενικά" συμφέροντά τους.

Οι έννοιες των "νοοτροπιών" ή των "συναισθηματικών δομών", οι οποίες χρησιμοποιούνται σήμερα στην κοινωνική ιστορία ή στις πολιτισμικές σπουδές, έχουν μια γενεαλογία ανεξάρτητη από την κλασική μαρξιστική σκέψη. Ο Κάουτσκι τόνισε λοιπόν ορθά τη σημασία της αλληλεγγύης και του αισθήματος της θυσίας ως συστατικών χαρακτηριστικών της "προλεταριακής νοοτροπίας". Χωρίς αυτή τη "νοητική δομή", η οποία προέρχεται από την εμπειρία της εργοστασιακής εργασίας και της εκμετάλλευσης γενικότερα, οι απεργίες και άλλες συλλογικές δράσεις του προλεταριάτου θα ήταν σχεδόν αδύνατες - οι απεργίες από την πλευρά των μικροαστών είναι, από την άλλη πλευρά, εξαιρετικά σπάνιες. Με την ίδια έννοια, ο Ένγκελς επέμεινε ότι οι εργάτες, ζώντας στις μεγάλες πόλεις και εργαζόμενοι σε τεράστια εργοστάσια από τις δεκαετίες του 1880 και 1890 και μετά, αποτελούσαν την πρώτη τάξη στη σύγχρονη γερμανική κοινωνία που ξέφυγε από τη στενή κομφορμιστική και αποχαυνωτική νοοτροπία ("Speisser") που χαρακτήριζε τη μικροαστική τάξη, ως συνέπεια του αποσπασματικού και καθυστερημένου χαρακτήρα των αστικών επαναστατικών διαδικασιών κατά τον 16ο αιώνα και της αποτυχίας τους κατά τον 19ο αιώνα. Οι αξιοθαύμαστα αντικομφορμιστικές και αντιαυταρχικές συμπεριφορές της νέας γερμανικής εργατικής τάξης που αναδύθηκε την εποχή του καθεστώτος του Μπίσμαρκ - οι οποίες αποκαλύφθηκαν ιδιαίτερα μέσα από την ενεργή αντίσταση ενάντια στον αντισοσιαλιστικό νόμο (Sozialistemgesetz) - επιβεβαίωσε την εμφάνιση μιας νέας "νοοτροπίας".

Δεν είναι μόνο οι τάξεις, αλλά και οι εθνοτικές ομάδες που μπορούν να εκδηλώσουν διακριτές συλλογικές νοητικές δομές. Ο τρόπος με τον οποίο ειδικά καταπιεσμένες ομάδες - Εβραίοι, μαύροι, τσιγγάνοι, Παλαιστίνιοι κ.λπ. - προσκολλώνται επίμονα σε γλωσσικές, θρησκευτικές, εθνοτικές, ακόμη και γαστρονομικές παραδόσεις αποτελεί μια πρακτική πολιτισμικής αντίστασης που διατηρεί χαρακτηριστικές νοοτροπίες που ενισχύουν την ταυτότητα και τον αυτοσεβασμό απέναντι στη βία, την καταπίεση και τον εξευτελισμό. Όμως, αυτού του είδους η νοητική δομή διατηρείται μόνον όταν ο κοινωνικός περίγυρος αποτελείται κυρίως από φτωχούς μικροαστούς, χειρώνακτες βιοτέχνες και εξαθλιωμένους. Όταν ο καπιταλισμός εισβάλλει βίαια στις παλιές δομές εθνικής ή εθνοτικής καταπίεσης -ακόμη και αν επιβιώνουν οι μικροδιακρίσεις και οι προκαταλήψεις- αυτός ο αμυντικός παραδοσιακός χαρακτήρας μπορεί ξαφνικά να μετατραπεί στο αντίθετό του: μια σχεδόν φανατική αφομοίωση και υπερταύτιση με τη νεοαποκτηθείσα ιθαγένεια ή το εθνικό καθεστώς. Το κλασικό παράδειγμα αυτής της μεταστροφής έλαβε χώρα τον δέκατο ένατο αιώνα στους κόλπους της αφομοιωτικής εβραϊκής αστικής τάξης της Δυτικής Ευρώπης, και οι ίδιες σύγχρονες τάσεις μπορούν να παρατηρηθούν μεταξύ στοιχείων της νεαρής μαύρης αστικής τάξης στις Ηνωμένες Πολιτείες ή μεταξύ αγγλόφιλων τμημάτων της εκπατρισμένης ινδικής μεσαίας τάξης.

ΦρόιντΗ Σχολή της Φρανκφούρτης, με επικεφαλής τον Χορκχάιμερ τη δεκαετία του 1930, ήταν ουσιαστικά αφιερωμένη στην προσπάθεια επεξεργασίας μιας κοινωνικής ψυχολογίας μέσω της σύνθεσης των ιδεών του Μαρξ και του Φρόιντ. Η τελική αποτυχία αυτής της φιλόδοξης ανασύστασης οφειλόταν λιγότερο στα ερωτήματα του Φρόιντ παρά στη μηχανική οικειοποίηση του μαρξισμού. Ο ρόλος των ασυνείδητων παρορμήσεων στην ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά είχε, στην πραγματικότητα, τονιστεί από τον ίδιο τον Ένγκελς τον προηγούμενο αιώνα, ακόμη και αν δεν ήταν σε θέση να διερευνήσει την ακριβή φύση τους. Ο Τρότσκι, από την πλευρά του, έβλεπε με συμπάθεια τις προσπάθειες της ψυχολογίας να θεωρητικοποιήσει την προέλευση και τη δυναμική αυτών των παρορμήσεων.

Όμως η πραγματική αδυναμία του εγχειρήματος της Σχολής της Φρανκφούρτης ήταν, τελικά, η αποτυχία της να κατανοήσει τα κρίσιμα διαμεσολαβητικά στοιχεία στη διαλεκτική μεταξύ υποδομής και εποικοδομήματος που σε τελική ανάλυση καθορίζουν την ιστορική εξέλιξη. Τα ατομικά πάθη και οι ασυνείδητες παρορμήσεις, ακόμη και αν καθορίζουν μια προσωπικότητα, δεν μπορούν να δώσουν άμεσα μορφή σε κοινωνικούς μετασχηματισμούς που περιλαμβάνουν εκατομμύρια ανθρώπινα όντα. Μπορούν μόνο να δημιουργήσουν δυνατότητες ή διαθέσεις για τέτοιες εξελίξεις. Επιπλέον,τέτοια πάθη μπορούν επίσης να δημιουργήσουν τις προδιαθέσεις για εντελώς διαφορετικές, αν όχι αντίθετες, εξελίξεις. Το ποια γραμμή ανάπτυξης ή δράσης θα αναληφθεί στην πραγματικότητα δεν μπορεί να προβλεφθεί μόνο από την ανάλυση αυτών των ασυνείδητων παρορμήσεων. Τα πραγματικά ιστορικά αποτελέσματα εξαρτώνται από χειροπιαστούς κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, οι οποίοι περιλαμβάνουν όχι μόνο ασυνείδητες διαδικασίες, αλλά και συνειδητές διαδικασίες, ιδέες, στρατηγικές και υλικούς καταναγκασμούς τόσο -αν όχι περισσότερο- από τις αυθόρμητες ιδεολογίες και ασυνείδητες διαθέσεις.

Στην περίπτωση της περίφημης ανάλυσης της Σχολής της Φρανκφούρτης για την άνοδο του ναζισμού, για παράδειγμα, το κεντρικό θέμα είναι η υποτιθέμενη κυριαρχία των αυταρχικών δομών στη γερμανική κοινωνία. Όμως, αυτή η κοινωνικο-ψυχολογική (ή για να το θέσουμε ακριβέστερα, κοινωνικο-ατομική) ανάλυση δεν μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι η ίδια γερμανική εργατική τάξη που απέτυχε να οργανώσει γενική απεργία κατά του Χίτλερ το 1933, είχε καταφέρει να το κάνει λίγο περισσότερο από μια δεκαετία νωρίτερα, το 1920, κάνοντας την πιο επιτυχημένη απεργία στην ιστορία της κατά του πραξικοπήματος των Kapp-Von Luttwitz. Είναι ωστόσο σαφές ότι ούτε η εκπαίδευση της ήταν λιγότερο "αυταρχική", ούτε οι "σεξουαλικές απογοητεύσεις" της λιγότερο έντονες την περίοδο πριν από το 1920 απ' ό,τι την περίοδο πριν από το 1933.

Για άλλη μια φορά, παραδόξως, αυτές οι προσπάθειες να μειωθεί το αποφασιστικό βάρος των κοινωνικών δυνάμεων στον καθορισμό της ιστορίας υποβαθμίζουν το ρόλο των ιδεών και των προσωπικοτήτων πιο έντονα από ό,τι το κάνει ο κλασικός ιστορικός υλισμός. Οι μαρξιστές κατανοούν καλύτερα ότι, παρά τις ενστικτώδεις ή παιδικές πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού, τα άτομα μπορούν πάντως να κατανοήσουν τις απαιτήσεις της ιστορικής τους κατάστασης και να ενεργήσουν με τρόπο που να συνάδει με τα αντικειμενικά τους συμφέροντα. Είναι μόνον όταν αυτή η διάσταση της ορθολογικής βούλησης γίνεται δεκτή στο πολύπλοκο παραλληλόγραμμο των ιστορικών αιτιών, που μπορούμε να καταλάβουμε πώς άτομα με ιδιαίτερα ταλέντα ή κλίσεις μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους.

Ο Πλεχάνοφ και ο ρόλος των "μεγάλων ανδρών" στην ιστορία

ΜαρξΗ κλασική μαρξιστική προσέγγιση του "ρόλου του ατόμου στην ιστορία" σκιαγραφήθηκε από τον Πλεχάνοφ στο περίφημο δοκίμιό του με τον ίδιο τίτλο (6). Αν και συχνά το συνδέουν με έναν απλουστευτικό μαρξισμό, το κείμενο του Πλεχάνοφ του 1898 είναι, στην πραγματικότητα, μια ιδιαίτερα ευφυής και σύγχρονη ανάλυση. Σε αυτό αναπτύσσει τη βασική θέση ότι η υποδομή των σχέσεων παραγωγής επιβάλλει ορισμένα υλικά όρια στην ταξική πάλη, αλλά ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα όρια εκφράζονται στην πραγματικότητα παίρνει πάντα τη μορφή "διάθλασης" μέσω των ιδιαίτερων ρόλων που διαδραματίζουν οι μαζικές οργανώσεις και οι ηγέτες τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, και ιδιαίτερα σε κρίσιμες ιστορικές καμπές ή στιγμές κρίσης, οι προσωπικές ιδιαιτερότητες των ατόμων μπορούν να επηρεάσουν το διαθέσιμο είδος της ταξικής οργάνωσης και ηγεσίας.

Επιπλέον, ο Πλεχάνοφ προσθέτει δύο στοιχεία: Πρώτον, όπως το πρότεινε ο Χέγκελ, "η μοίρα των εθνών εξαρτάται συχνά από ατυχήματα υποδεέστερης σημασίας". Όμως, αυτά τα "ατυχήματα" εμπλέκονται με ιδιαίτερους συσχετισμούς δυνάμεων και υλικές σχέσεις που, με τη σειρά τους, περιορίζουν τη σφαίρα αυτονομίας του μεμονωμένου παράγοντα. Δεύτερον, οι κοινωνικές τάξεις, σε στιγμές κρίσης, απαιτούν "ταλέντα ειδικής φύσης", έναν ιδιαίτερο τύπο ηγεσίας. Συνήθως, σε τέτοιες στιγμές, μια χούφτα ατόμων ή περισσότερα άτομα που προσωποποιούν και ενσαρκώνουν αυτά τα ταλέντα, είναι διαθέσιμα ως υποψήφιοι για να γίνουν οι νέοι ηγέτες του κόμματος, της τάξης ή του έθνους τους. "Έχει παρατηρηθεί μέσα στο χρόνο ότι τα μεγάλα ταλέντα αναδεικνύονται όταν υπάρχουν οι κοινωνικές συνθήκες για την ανάπτυξή τους. Αυτό σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος με ταλέντο που αναδύεται, κάθε άνθρωπος του οποίου το ταλέντο γίνεται κοινωνική δύναμη, είναι προϊόν κοινωνικών σχέσεων. Από αυτό γίνεται σαφές γιατί οι ταλαντούχοι άνθρωποι, όπως είπαμε, μπορούν μόνοι τους να αλλάξουν ορισμένα χαρακτηριστικά των γεγονότων, αλλά όχι τη γενική τους τάση- επειδή αυτοί οι ίδιοι είναι το προϊόν αυτών των τάσεων, και χωρίς αυτές δεν θα είχαν ποτέ περάσει το όριο που χωρίζει τις δυνατότητες τους τους από την υλοποίηση τους" (7).

Η ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου προσφέρει πολλά παραδείγματα της διορατικότητας των θέσεων του Πλεχάνοφ. Στην περίπτωση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας, οι πολιτικοί που οδήγησαν τη Γαλλία στη συνθηκολόγηση του 1940 είχαν όλοι εκλεγεί το 1936. Με άλλα λόγια, με εξαίρεση μερικούς κομμουνιστές βουλευτές που είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα εξαιτίας της αντίθεσής τους στον πόλεμο, ήταν ένα "αριστερό" κοινοβούλιο που αποφάσισε, με συντριπτική πλειοψηφία, να αντικαταστήσει τη Δημοκρατία με το γαλλικό κράτος με επικεφαλής τον Πεταίν. Πώς εξηγείται αυτό το γεγονός; Η άνοδος του Πεταίν δεν ήταν σε καμία περίπτωση η αναπόφευκτη συνέπεια της νίκης των γερμανικών τεθωρακισμένων. Μετά την ήττα του μεγαλύτερου μέρους των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων τον Μάιο-Ιούνιο του 1940, ήταν απολύτως εφικτή η ανάληψη άλλων δράσεων (8). Αλλά η αντικατάσταση της γαλλικής δημοκρατίας από το καθεστώς Πεταίν ανταποκρινόταν στα πλειοψηφικά ένστικτα της γαλλικής άρχουσας τάξης, η οποία ήταν αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει την ήττα του στρατού της για να ανατρέψει τις κοινωνικές κατακτήσεις και να πάρει εκδίκηση για την ταπείνωση που υπέστη με τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου και τη μεγάλη απεργία του Ιουνίου 1936. Ο Πεταίν ήταν ο μηχανισμός που της επέτρεψε να επιτύχει αυτό που ο πιο ταλαντούχος και αντιδραστικός ιδεολόγος της, ο Σαρλ Μοράς, αποκαλούσε "θεϊκή έκπληξη". Επιπλέον, ο Πεταίν τους επέτρεψε επίσης να εξαγνίσουν ιδεολογικά την ήττα, μέσω της αταβιστικής πολιτιστικής παλινόρθωσης που προώθησε το Βισύ με το σύνθημα "Εργασία, οικογένεια, πατρίδα".

Φυσικά, υπό κανονικές συνθήκες, μια τόσο ριζική αντιστροφή του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου θα ήταν αδύνατη στη Γαλλία. Για να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από μια παρακμιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία σε μια βονοπαρτιστική στρατιωτική δικτατορία, τρεις πολιτικές προϋποθέσεις ήταν απολύτως απαραίτητες. Πρώτον, το τελευταίο υπουργικό συμβούλιο με επικεφαλής τον Paul Reynaud έπρεπε να εγκαταλείψει την εξουσία χωρίς αντίσταση. Δεύτερον, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπρεπε να καλέσει έναν δηλωμένο υποστηρικτή του αυταρχικού καθεστώτος -στην προκειμένη περίπτωση, τον στρατάρχη Πεταίν- να σχηματίσει νέα κυβέρνηση. Τρίτον, η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, γερουσιαστές και βουλευτές, έπρεπε να είναι διατεθειμένη να θάψει το σύνταγμα της Τρίτης Δημοκρατίας. Όπως πράγματι συνέβη, όλες αυτές οι προϋποθέσεις εκπληρώθηκαν χωρίς δισταγμό, όταν προέκυψε η κοινωνική ανάγκη, έτσι ώστε η γενική τάση υπέρ αυτών να γίνει ηγεμονική μέσα στην άρχουσα τάξη.

Μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940, ο Paul Reynaud θεωρούνταν ένας πεισματάρης και βίαιος πολιτικός, ικανός να χειραγωγεί τα υπουργικά συμβούλια και τους βουλευτές. Παρ' όλα αυτά, αφέθηκε να χειραγωγηθεί με μια διφορούμενη ψηφοφορία στο υπουργικό του συμβούλιο, με την οποία ζητούσε, όχι ανακωχή, αλλά μόνο τους όρους για μια ανακωχή με τη Γερμανία, μια στάση που τον έβαλε σε μειοψηφία και τον οδήγησε - σε πλήρη αντίθεση με τη φύση του - να παραιτηθεί από την εξουσία. Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος Lebrun θεωρούνταν γενικά ως μια ασήμαντη, ανούσια προσωπικότητα χωρίς δική του βούληση, και για τους λόγους αυτούς επιλέχθηκε για την τιμητική αυτή θέση επειδή η προσωπικότητά του ανταποκρινόταν στα περίφημα λόγια του Clémenceau: "Αν θέλετε έναν πρόεδρο, επιλέξτε τον πιο ηλίθιο". Ωστόσο, ήταν αυτή η ασήμαντη προσωπικότητα που έλαβε την κρίσιμη απόφαση στις 26 Ιουνίου 1940. Αν είχε επιλέξει να ξανακαλέσει τον Ρενό, η Τρίτη Δημοκρατία θα είχε επιβιώσει για λίγο ακόμα. Όμως, με θέληση και πείσμα εντελώς αντίθετα προς τη φύση του, και πιθανώς με τη συνενοχή του Reynaud, ήταν αυτός που επέβαλε τη δικτατορία του Πεταίν.

"Ο Πεταίν είναι αυτός που χρειαζόμαστε" ήταν η πολεμική κραυγή της ακροδεξιάς από το 1936. Ωστόσο, αν και ο γηραιός στρατάρχης ήταν αρκετά δημοφιλής, η πολιτική του δραστηριότητα ήταν περιορισμένη πριν από τον Μάιο του 1940, μέχρι την ώρα που η υποψηφιότητά του για πρωθυπουργός οργανώθηκε από έναν μάστορα της ίντριγκας και του εκβιασμού, τον Pierre Laval, και υιοθετήθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών και των γερουσιαστών (συμπεριλαμβανομένων, όπως έχει επισημανθεί, πολλών από τους "αριστερούς" βουλευτές του 1936). Στην πραγματικότητα, ο Πιερ Λαβάλ ήταν πρόθυμος, τουλάχιστον από το 1937, να ελιχθεί και να συνωμοτήσει μανιωδώς εναντίον της Δημοκρατίας με αυτόν τον τρόπο. Είναι επίσης αλήθεια ότι η πλήρης αποθάρρυνση ενός μεγάλου μέρους των βουλευτών τον Ιούνιο του 1940, ως αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής και απροσδόκητης ήττας των συμμαχικών στρατευμάτων, διευκόλυνε την επιτυχία ενός τέτοιου ελιγμού.

Ταυτόχρονα, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι η ριζική ανατροπή των προτύπων και των συνηθειών συμπεριφοράς εκατοντάδων πολιτικών - έξι ή επτά από τους οποίους έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε αυτή την κωμικοτραγωδία - θα μπορούσε να συμβεί μόνον επειδή ήταν σύμφωνη με τις συλλογικές ανάγκες και τη συνειδητή επιθυμία της πλειοψηφίας της γαλλικής αστικής τάξης. Για την τάξη αυτή, ήταν επιτακτική ανάγκη όχι μόνο να αλλάξει στρατόπεδο μεσούντος του πολέμου, αλλά και να πάρει πίσω τις μεταρρυθμιστικές κατακτήσεις του γαλλικού εργατικού κινήματος.

Μια συμμετρική συγκυρία, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, προέκυψε όταν η γαλλική άρχουσα τάξη βρέθηκε αντιμέτωπη με την επικείμενη Απόβαση των Συμμάχων το 1944. Αυτή τη φορά το πρόβλημα για την πλειοψηφία των Γάλλων καπιταλιστών, που ήταν βαθιά απαξιωμένοι στα μάτια των μαζών για τη συνεργασία τους με τους Ναζί, ήταν να σώσουν τόσο τον γαλλικό καπιταλισμό όσο και το ανεξάρτητο αστικό κράτος (και την αυτοκρατορία του) στο πλαίσιο ενός πολύ δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων, τόσο απέναντι στη γαλλική εργατική τάξη (σε μεγάλο βαθμό οπλισμένη ως συνέπεια της ανάπτυξης της Αντίστασης) όσο και απέναντι στις αγγλοσαξονικές αρχές. Μια ριζική μετάλλαξη του πολιτικού προσωπικού και των συμμαχιών ήταν και πάλι στην ημερήσια διάταξη.

Νέοι "θεόσταλτοι άνθρωποι", ο Σαρλ Ντε Γκωλ και οι στενότεροι συνεργάτες του, ήταν διαθέσιμοι από τη θεία πρόνοια για να πραγματοποιήσουν αυτή τη φαινομενικά θαυματουργή επιχείρηση διάσωσης. Η επιτυχία της αποτέλεσε έκπληξη για πολλούς συγχρόνους τους, συνηθισμένους στη λιποψυχία των Γάλλων ηγετών. Όταν ο αλαζόνας και ακατάλληλος αρχιστράτηγος Κάιτελ οδηγήθηκε να υπογράψει την άνευ όρων παράδοση της Βέρμαχτ το 1945 μπροστά στη συγκεντρωμένη Συμμαχική Διοίκηση, είχε αυτό το εύγλωττο επιφώνημα: "Πώς; Και μπροστά στους Γάλλους;"

Ντε ΓκωλΟ Ντε Γκωλ ήταν σίγουρα μια εξαιρετική προσωπικότητα, με λαμπρή ευφυΐα και σιδερένια θέληση ανώτερη από εκείνη της πλειοψηφίας της τάξης του, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ευρώπη. Όσο όμως οι ατομικές του αρετές δεν ανταποκρίνονταν στις αυτοπροσδιοριζόμενες ανάγκες της γαλλικής αστικής τάξης, περιθωριοποιούνταν, θεωρούνταν μισότρελος ή επικίνδυνος τυχοδιώκτης. Κάποιοι τον θεωρούσαν φιλοφασίστα, ενώ άλλοι, αργότερα, τον καταδίκασαν ως συμπαθούντα τους κομμουνιστές. Ακόμη και ένας πολιτικός με φημισμένη και συνήθως οξυδερκή κρίση, όπως ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, συχνά γελοιοποιούσε τον Ντε Γκωλ και τις αξιώσεις του για δόξα.

Τον Ιούνιο του 1944, οι Σύμμαχοι επρόκειτο να επιβάλουν στρατιωτική κατοχή και διοίκηση στη Γαλλία, η οποία πιθανότατα θα οδηγούσε σε έναν εμφύλιο πόλεμο όπως στην Ελλάδα, ή ακόμα χειρότερα. Ο Ντε Γκωλ, με πενιχρές στρατιωτικές δυνάμεις στη διάθεσή του, έκρινε σωστά τις ανάγκες του γαλλικού (και, φυσικά, του διεθνούς) καπιταλισμού και κατάφερε να πετύχει εγκαθιδρύοντας, μέσω ενός διπλωματικού "αιφνιδιασμού", την αναγέννηση ενός κοινοβουλευτικού καθεστώτος και την ενσωμάτωση της κομμουνιστικής αντίστασης σε αυτό.

Η περίπτωση του Τσόρτσιλ παρέχει ένα άλλο είδος επιβεβαίωσης των θέσεων του Πλεχάνοφ σχετικά με τη σχέση μεταξύ προσωπικοτήτων αποφασιστικής σημασίας και των απαιτήσεων της ταξικής κυριαρχίας. Η παραδοσιακή ιστοριογραφία, είτε θαυμάζοντας είτε επικρίνοντας τον ιστορικό ρόλο του Τσόρτσιλ μέχρι εκείνη τη στιγμή, πανηγυρίζει σχεδόν ομόφωνα για την είσοδό του στην Downing Street 10, ως επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνασπισμού στην οποία συμμετείχε και το Εργατικό Κόμμα, και το γεγονός αυτό αξιολογείται ως ένα από τα αποφασιστικά σημεία καμπής του πολέμου.

Ο Τσόρτσιλ ενσάρκωσε αναμφίβολα την ακλόνητη απόφαση της βρετανικής άρχουσας τάξης και της πλειοψηφίας του αγγλικού λαού να μην συνθηκολογήσει με τη Γερμανία σε καμία περίπτωση. Όμως, αντιμετωπίζοντας με ρομαντισμό τις προσωπικές του αρετές αντί να ξεκινήσουν από την ανάλυση της δραστηριότητας των ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, η πλειοψηφία των αστών ιστορικών απέτυχε στο τεστ του συγκριτικού παραδείγματος. Το κεντρικό ερώτημα δεν είναι ποια περιστατικά στη βιογραφία του έκαναν τον Τσόρτσιλ πιο αποφασιστικής σημασίας από τον Τσάμπερλεν (ή, παράλληλα, μεταξύ Ντε Γκωλ και Πεταίν), αλλά γιατί ο Τσόρτσιλ κατάφερε να ενώσει την πλειοψηφία της τάξης του και του λαού γύρω του, ενώ ο Ντε Γκωλ παρέμεινε μια απομονωμένη φιγούρα στη Γαλλία τον Ιούνιο του 1940.

Σίγουρα, το γεγονός ότι οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις είχαν μόλις υποστεί μια ταπεινωτική συντριβή, ενώ οι Βρετανοί μπόρεσαν να εκκενώσουν το μεγαλύτερο μέρος του ηττημένου στρατού τους για να ενισχύσουν το νησιωτικό φρούριο, δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Αλλά, και πάλι, οι πιο ενημερωμένοι παρατηρητές - συμπεριλαμβανομένου του Αμερικανού πρεσβευτή στο Λονδίνο Τζόζεφ Κένεντι - εξακολουθούσαν να θεωρούν απελπιστική τη βρετανική κατάσταση. Η Γαλλία, ακόμη και αν ο στρατός της είχε ηττηθεί στις Αρδέννες, διέθετε ακόμη έναν άθικτο στόλο (τον δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη), με μια ισχυρή μοίρα στη Βόρεια Αφρική - ισχυρότερη από εκείνη των Βρετανών στη Μεσόγειο - μια σημαντική αεροπορική παρουσία και μια εξίσου άθικτη αποικιακή αυτοκρατορία.

Στην πραγματικότητα, η πραγματική διαφορά μεταξύ της βρετανικής και της γαλλικής κατάστασης οφειλόταν λιγότερο στις στρατιωτικές συνθήκες παρά στην προδιάθεση των κυρίαρχων τάξεων τους. Η γαλλική αστική τάξη είχε γίνει όλο και πιο ηττοπαθής για σοβαρούς υλικούς λόγους. Είχε αποδειχθεί οικονομικά και στρατιωτικά ανίκανη να διατηρήσει το σύστημα (της συνθήκης) των Βερσαλλιών απέναντι στον επανεξοπλισμό και τον επιθετικό επεκτατισμό της Γερμανίας. Έμμονη ιδέα της ήταν η αντιμετώπιση της δικής της εργατικής τάξης, σε σημείο που να την καθιστά υψηλότερη πολιτική προτεραιότητα από την προσπάθεια νίκης στον ανταγωνισμό με τη Γερμανία.

Η αγγλική αστική τάξη, από την πλευρά της, δεν ήταν ούτε αποθαρρυμένη ούτε ηττοπαθής. Είχε ήδη καταστείλει το εργατικό κίνημά της, οικονομικά το 1926 και πολιτικά το 1931-35. Ταυτόχρονα, η παγκόσμια θέση της (έστω και αν οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να την ξεπερνούν γρήγορα) ήταν πολύ ισχυρότερη από εκείνη της Γερμανίας, αν και η ηγεμονία του Χίτλερ στην υπόλοιπη Ευρώπη έθετε σαφώς σε κίνδυνο τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Σε αυτή τη βάση, η βρετανική ελίτ ήταν πεπεισμένη ότι η επικείμενη αμερικανική βοήθεια, σε συνδυασμό με τις πρώτες ύλες και το εργατικό δυναμικό της αυτοκρατορίας, καθιστούσε την επιδίωξη πολέμου κατά της Γερμανίας μια ρεαλιστική στρατηγική.

ΤσόρτσιλΗ στιγμή ήταν δραματική και γεμάτη κινδύνους, αλλά το μέλλον φαινόταν εξασφαλισμένο εφόσον η Βρετανία μπορούσε να ξεπεράσει αυτή την άμεση κρίση. "Αν αντέξουμε τρεις μήνες, θα είμαστε νικητές σε τρία χρόνια", προφήτευσε σωστά ο Τσόρτσιλ σε μια μυστική ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων. Και ο Τσόρτσιλ ήταν η σχεδόν ιδανική επιλογή για να ενισχύσει τη βρετανική θέληση μέχρι την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο. Αυτό εξηγεί γιατί, μετά από χρόνια που θεωρούνταν μια ανεξάρτητη και ξεπερασμένη φιγούρα, μια φωνή που κήρυττε στην έρημο, ξαφνικά "αναστήθηκε" ως από μηχανής θεός από την τάξη του. Μέσα από απότομες ανατροπές γεγονότων και κοινωνικών αναγκών, η έρημος βρέθηκε να κατοικείται από εκατομμύρια ανθρώπους.

Η κοινωνική επιλογή των ηγετών

Για να κατανοήσουμε αυτά τα διαφορετικά παραδείγματα επιλογής ηγεσίας σε περιόδους κρίσης - Πεταίν, Ντε Γκωλ, Τσόρτσιλ - είναι απαραίτητο να διευρύνουμε την έννοια της "κοινωνικά καθορισμένης διαθεσιμότητας" του Πλεχάνοφ με μια πιο ακριβή ανάλυση των διαφόρων μηχανισμών επιλογής και προώθησης του πολιτικού προσωπικού μέσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις. Παρόλο που αυτοί οι μηχανισμοί επιλογής είναι εθνικοί, μπορούν όμως να εντοπιστούν ορισμένες κοινές πτυχές τους στη σύγχρονη αστική τάξη. Το αρχικό σημείο εκκίνησης είναι, φυσικά, ο λειτουργικός καταμερισμός της εργασίας εντός της καπιταλιστικής τάξης. Σε σύγκριση με τη ζωή των αργόσχολων τάξεων -της αριστοκρατίας- το εμπόριο και η επιδίωξη του κέρδους είναι εξαιρετικά απορροφητικές ασχολίες. Για το λόγο αυτό, σε γενικές γραμμές, μόνο μια μερίδα της αστικής τάξης, εκείνη που δεν είναι άμεσα ενεργή στη διοίκηση των επιχειρήσεων, θα είναι ικανή ή θα επιθυμεί να επιλέξει μια πολιτική καριέρα.

Κάτω από έκτακτες συνθήκες ή σε συνθήκες ακραίου πλούτου, μπορεί να συμβεί μια συγχώνευση προσωπικού μεταξύ των μεγάλων χρηματοπιστωτικών καπιταλιστών και της κορυφής του κρατικού μηχανισμού. Αλλά πρόκειται για εξαιρέσεις στον κανόνα. Γενικότερα, οι εργοδότες και οι επαγγελματίες πολιτικοί εμφανίζονται δίπλα-δίπλα ως ξεχωριστά ρεύματα καριέρας εντός της αστικής τάξης.

Τι προσελκύει έναν εκπρόσωπο της μεσαίας τάξης ή ένα πολύ πλούσιο άτομο να ακολουθήσει μια πολιτική καριέρα αντί να ασκήσει ένα ελευθέριο επάγγελμα ή ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις; Η προσωπική φιλοδοξία, η ιδεολογική πεποίθηση, η αποτυχία σε άλλους τομείς, η οικογενειακή παράδοση ή εξωτερικοί παράγοντες μπορεί να παίξουν ρόλο στον προσανατολισμό μιας τέτοιας προσωπικής επιλογής. Ωστόσο, και αυτό συμβαίνει πιο συχνά από όσο νομίζουμε, είναι οι κοινωνικές πιέσεις και περιστάσεις που βαραίνουν πιο αποφασιστικά από ό,τι οι ατομικές διαθέσεις.

Συνήθως, τα άτομα αυτά στρατολογούνται από τους συναδέλφους τους ή διορίζονται από τους ανωτέρους τους για να κάνουν πολιτική καριέρα ή να αναλάβουν ένα συγκεκριμένο δημόσιο αξίωμα. Με αυτόν τον τρόπο, αυτό που συχνά εμφανίζεται ως δύναμη προσωπικής ιδεολογικής πεποίθησης είναι απλώς το βάρος των κοινωνικών συνθηκών και της κοινωνικής πίεσης από το περιβάλλον του ατόμου. Μέσω δικτύων κοινωνικής επιλογής (όπως το περίφημο "ανεπίσημο υπουργικό συμβούλιο πλούσιων υποστηρικτών" του Ρόναλντ Ρέηγκαν), επιλέγεται το πολιτικό "ανθρώπινο δυναμικό", έτσι ώστε μόνο μια χούφτα υποκειμένων να προετοιμάζονται και να προωθούνται στα υψηλότερα επίπεδα των εθνικών αρχών και της εξουσίας. Από αυτή την ελίτ, το ένα τρίτο έως το ήμισυ θα έχει κάποια επιτυχία σε δημόσια αξιώματα, ως υπουργοί, πρωθυπουργοί, πρόεδροι ή δικτάτορες. Ακόμη και οι στρατιωτικοί δικτάτορες πρέπει να περάσουν από το φίλτρο μιας διαδικασίας επιλογής από την ίδια τους την τάξη, καθώς η ζωή στους υψηλούς στρατιωτικούς κύκλους είναι στενά συνδεδεμένη με το αστικό ή το αριστοκρατικό περιβάλλον.

Στα υψηλότερα επίπεδα της πολιτικής εξουσίας, η διαδικασία επιλογής αποκτά χαρακτήρα τεστ ζωής και θανάτου, τεστ της δύναμης της θέλησης, της σύνεσης και της οξυδέρκειας. Οι κυρίαρχες τάξεις σπάνια επιτρέπουν σε ανθρώπους να ανέβουν σε θέσεις κεντρικής εξουσίας χωρίς να εγγυηθούν προκαταβολικά ότι θα υπερασπιστούν υπεύθυνα τις υπάρχουσες δομές ιδιοκτησίας και συσσώρευσης. Η λειτουργία της ιεραρχίας της εξουσίας έγκειται ακριβώς στην ικανότητά της να εξαλείφει τους ασταθείς ή αναξιόπιστους υποψηφίους. Για το λόγο αυτό, πολλοί παλαβιάρηδες ή δημαγωγοί (όπως ο Enoch Powell στην Αγγλία) δεν θα φτάσουν ποτέ στην κορυφή της εθνικής εξουσίας.

Η διαδικασία επιλογής δεν γίνεται με καθαρά αρνητικό τρόπο. Οι θετικές ιδιότητες πρέπει να επιλεγούν και να δοκιμαστούν προτού η τάξη ή οι κορυφαίοι εκπρόσωποί της αποδεχτούν ένα άτομο ως υποψήφιο για την εθνική ηγεσία. Η ικανότητα κατανόησης και διατύπωσης των συλλογικών αναγκών της τάξης είναι ζωτικής σημασίας, όπως και η αντίστοιχη ικανότητα σωστής εκτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων, ώστε να διαμορφώνεται η κατάλληλη τακτική σύμφωνα με τα στρατηγικά σχέδια.

Φυσικά, οι ιδιότητες που απαιτούνται σε περιόδους ευημερίας και σε περιόδους κρίσης, σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου, είναι διαφορετικές. Ένας συνδυασμός προσωπικών ικανοτήτων, ο οποίος προκρίνει ορισμένους υποψηφίους για ηγεσία σε μια συγκυρία, μπορεί αντίθετα να τους αποκλείει σε μια άλλη συγκυρία. Εξαιτίας αυτών των μεταβαλλόμενων συνθηκών, κατά την πραγματική διαδικασία επιλογής, είναι σχεδόν αναπόφευκτο σε κάθε χώρα να υπάρχουν πάντα τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε κεντρικοί ηγέτες διαθέσιμοι για να εφαρμόσουν μερικές φορές εντελώς διαφορετικές λύσεις. Σε γενικές γραμμές, η αστική τάξη θα επιλέξει εκείνον που είναι πιο κατάλληλος για αυτό που θεωρεί ότι είναι η προτεραιότητα των αναγκών της τη δεδομένη στιγμή.

Φυσικά, η αστική τάξη μπορεί να κάνει λάθη στην επιλογή των "θεόσταλτων ανθρώπων" της. Κανένας αυτόματος νόμος δεν εγγυάται ότι μια κοινωνική τάξη θα επιλέγει πάντα την καλύτερη κατεύθυνση που της ταιριάζει. Επιπλέον, υπάρχει πάντα μια ορισμένη απόσταση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων ταξικών συμφερόντων, γεγονός που καθιστά αναπόφευκτο ένα ορισμένο περιθώριο λάθους στη διαδικασία της ηγεσίας. Καμία ανθρώπινη συλλογικότητα δεν μπορεί να έχει πλήρη επίγνωση του συνόλου των συμφερόντων της με απόλυτα αντικειμενικό τρόπο, γεγονός που οφείλεται ειδικότερα στη δική της πολιτική πρακτική, η οποία πάντα μεταβάλλει σε κάποιο βαθμό την κατάσταση, καθιστώντας έτσι αδύνατο τον ακριβή υπολογισμό των συνεπειών της δράσης της. Επιπλέον, στην αστική κοινωνία, το συντριπτικό βάρος των ιδιωτικών συμφερόντων εμποδίζει κάθε είδους αυτόματη και απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ των ιδιωτικών κινήτρων και των ταξικών συμφερόντων.

Παρόλα αυτά, μετά την παραδοχή όλων αυτών των διευκρινίσεων και αποσαφηνίσεων, παραμένει ότι η περίπτωση μιας διαδικασίας επιλογής ηγεσίας είναι ένας καθορισμός αδιαμφισβήτητα και ιδιαίτερα κοινωνικός και ταξικός. Δεν χρειάζεται καμία θεωρία συνωμοσίας για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί. Ο ρόλος των άτυπων ομάδων, των σαλονιών, των ομάδων, των δικτύων επιρροής και των παρόμοιων αρκεί και με το παραπάνω. Το ζήτημα δεν είναι τόσο ότι οι μεγάλοι καπιταλιστές επιλέγουν τον Χ, τον Υ ή τον Ζ για να καταλάβουν μια υψηλή θέση σε βάρος του Α, του Β ή του Γ. Πιο συγκεκριμένα, οι μεγάλοι καπιταλιστές - ή ένα οποιοδήποτε ευρύτερο δίκτυο μεσαζόντων της εξουσίας εντός της άρχουσας τάξης - υψώνουν επαρκή εμπόδια και προκαταρκτικές εξετάσεις για να διασφαλίσουν ότι οι αδύναμοι ή "ανάξιοι εμπιστοσύνης" υποστηρικτές των συμφερόντων της άρχουσας τάξης δεν περνούν τις ράμπες της ανώτατης κρατικής εξουσίας. Με αυτόν τον τρόπο, σε τελική ανάλυση, ο σωστός άνδρας (ή, σπανιότερα, η σωστή γυναίκα) καταλήγει συνήθως στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.

Το πρόβλημα του ρόλου των ατόμων στην ιστορία έχει συχνά διατυπωθεί με τρόπο που αντιπαραθέτει το άτομο στην κοινωνική ομάδα. Πιο πρόσφατα, αυτό μεταφράστηκε σε μια αντίθεση μεταξύ βιολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Η Σχολή της Κοινωνιοβιολογίας και η Σχολή της Ψυχοϊστορίας προσπάθησαν να αμφισβητήσουν την ικανότητα του ιστορικού υλισμού να εξηγήσει με κατανοητό τρόπο τους μετασχηματισμούς της ιστορίας (10). Αλλά και οι δύο αυτές προσεγγίσεις δεν είναι ικανοποιητικές στο βαθμό που αγνοούν το γεγονός ότι τα κοινωνικά σημαντικά άτομα που επηρεάζουν την ιστορία μέσω της ατομικής τους πρακτικής το κάνουν μόνο χάρη στα ίδια τα χαρακτηριστικά εξαιτίας των οποίων έχουν ακριβώς διαμορφωθεί από την κοινωνία.

Οι βιολογικές ή ενστικτώδεις βάσεις των προσωπικοτήτων δημιουργούν μόνο δυνατότητες που ανοίγουν το δρόμο σε μια ευρεία ποικιλία εξελίξεων που εξαρτώνται από τα ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια. Η πραγματική πλαστικότητα των βιολογικών ή ψυχολογικών προδιαθέσεων σημαίνει ότι μια ατομική προσωπικότητα επικρατεί οριστικά μόνο μετά τη δράση ενός κοινωνικού περιβάλλοντος που θα έχει ευνοήσει ορισμένες δυνατότητες σε βάρος άλλων. Και αυτό το κοινωνικό περιβάλλον συγκροτείται πρωτίστως από τους κοινωνικούς θεσμούς που έχουν διαμορφώσει το άτομο καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του.

Στην αστική κοινωνία, αυτοί οι θεσμοί περιλαμβάνουν την πατριαρχική πυρηνική οικογένεια, το εκπαιδευτικό σύστημα (συμπεριλαμβανομένου του θρησκευτικού θεσμού και άλλων ιδεολογικών μηχανισμών), τους διάφορους κρατικούς θεσμούς μέσω των οποίων το άτομο επιδιώκει την εξουσία και, τέλος, το πλέγμα των κομματικών οργανώσεων, οι οποίες προωθούν επιλεκτικά τους πλέον υποσχόμενους υποψηφίους (κόμματα, εταιρείες, δίκτυα εξουσίας, εργοδοτικές ενώσεις κ.λπ.). Είναι μια κοινοτοπία ότι κανένα άτομο δεν μπορεί να ξεφύγει από την επιρροή αυτών των ισχυρών θεσμών, και η ειδική συμβολή του ιστορικού υλισμού είναι ότι ισχυρίζεται πως ασκούν αποφασιστική επιρροή στη διαμόρφωση της κοινωνικής ηγεσίας, διαμορφώνοντας τα ταλέντα και τις διαθέσεις προς ορισμένες κατευθύνσεις και όχι προς άλλες. Αποτελούν, με άλλα λόγια, τις ισχυρές πηγές κοινωνικού κομφορμισμού, παράγοντας τις προσωπικότητες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κοινωνικών τάξεων ή των κύριων φατριών τους. Διαχειρίζονται τις προσωπικότητες που εγγυώνται την υπεράσπιση της αναπαραγωγής μιας δεδομένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων, στο μέτρο που "εσωτερικεύουν" τις στοιχειώδεις αξίες που αντιστοιχούν στη δομή και στα συμφέροντα αυτής της κοινωνικής τάξης.

Στην αστική κοινωνία, όλοι αυτοί οι θεσμοί τείνουν να διοχετεύουν τη στοιχειώδη ανθρώπινη παρόρμηση για αυτοεπιβεβαίωση (Lustprinzip) προς την κατεύθυνση του ατομικού ανταγωνισμού για τον ιδιωτικό πλούτο και την εξουσία. Αλλά σε θεμελιωδώς διαφορετικές δομές – φυλετικός (tribal) κομμουνισμός, φεουδαρχία ή σοσιαλισμός - αυτή η αρχέγονη παρόρμηση μπορεί να διαμορφώσει εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, με ριζικά διαφορετικές αξίες αυτοεκτίμησης.

Σε μια κοινωνία που βασίζεται στην κοινωνικοποιημένη και εκδημοκρατισμένη παραγωγή, για παράδειγμα, η παρόρμηση για τον πλούτο και την εξουσία θα γίνει κοινωνικά παράλογη, ακόμη και αντίθετη προς την ανθρώπινη φύση. Και αυτό δεν συμβαίνει επειδή η ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση θα έχει κατασταλεί, αλλά επειδή θα εκφράζεται μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα κοινωνικής συμπεριφοράς, στο οποίο θα κυριαρχεί ο ανταγωνισμός για την εξυπηρέτηση της κοινότητας χωρίς την προσδοκία υλικών ανταμοιβών ή εξουσίας.

Η αναγνώριση ότι η ιστορική ιδιαιτερότητα της ατομικότητας διαμορφώνεται κοινωνικά σημαίνει απλώς την παραδοχή ενός εμπειρικά αποδεικτέου και επιστημονικά ορατού γεγονότος, και δεν απαιτεί κατ' ανάγκη μια αξιακή κρίση. Όμως οι μαρξιστές διατυπώνουν ωστόσο κρίσεις υποστηρίζοντας ότι μια κοινωνία στην οποία επικρατεί η κυριαρχία του ανθρώπου από τον άνθρωπο θα παράγει πάντα πιο αλλοτριωμένες, επιθετικές και καταστροφικές προσωπικότητες από ό,τι μια κοινωνία στην οποία οι στοιχειώδεις σχέσεις παραγωγής βασίζονται στην εθελοντική συνεργασία και στη συνειδητή αλληλεγγύη ως κεντρικές κοινωνικές αξίες.

Οι λευκοί ιππότες της αποκάλυψης

Επιστρέφοντας στο θέμα του ναζισμού και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είναι αξιοσημείωτο το πώς οι ιστορικοί τείνουν να υποτιμούν ή να αγνοούν τη θεσμική διαδικασία επιλογής κατά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Πολύ πριν από την εκλογική του επιτυχία το 1930, ο Χίτλερ χρειάστηκε να ξεπεράσει τις έντονες επικρίσεις στο εσωτερικό του σχετικά μικρού κόμματός του, προκειμένου να εδραιώσει μια αδιαμφισβήτητη εξουσία σε αυτόν τον μικρόκοσμο του μελλοντικού Τρίτου Ράιχ. Αυτά τα πρώτα χρόνια ήταν αναμφισβήτητα η πιο δύσκολη περίοδος της πολιτικής του καριέρας, και σε αρκετά σημεία έφτασε κοντά στο να χάσει τον έλεγχο του κόμματός του από άλλους όπως ο Ρεμ.

Η γερμανική εθνικιστική δεξιά ήταν μια πραγματική ζούγκλα και ένα φυτώριο για εν δυνάμει Φύρερ, μεταξύ των οποίων ο Χίτλερ ήταν, αρχικά, μόνο ένας "primus inter pares" (πρώτος μεταξύ ίσων). Τα μαθήματα που πήρε κατά τη διάρκεια του αδυσώπητου αγώνα του για την ηγεσία του ναζιστικού κόμματος καθόρισαν τον τρόπο δράσης του, που ήταν βάναυσος, καιροσκοπικός και ψεύτικος. Το να μην αναζητήσει κανείς την προέλευση αυτών των χαρακτηριστικών του Χίτλερ στο κοινωνικό περιβάλλον της εθνικιστικής δεξιάς στη Γερμανία μετά τις Βερσαλλίες μπορεί μόνο να στρεβλώσει την προοπτική. Μακριά από το να είναι γεννημένος γκάνγκστερ, ο Χίτλερ είχε αρχικά την τάση να ακολουθήσει μια μέτρια καριέρα στην αρχιτεκτονική ή την τέχνη. Αν έγινε ο αρχιγκάνγκστερ του 20ού αιώνα, αυτό συνέβη μέσα από τον δεκαετή αγώνα του για την εξουσία σε μια σχεδόν κλασική γκανγκστερική οργάνωση - το Ναζιστικό Κόμμα - που δεν διέφερε από άλλες οργανώσεις όπως η σικελική ή η αμερικανική μάφια.

ΜουσολίνιΗ πτώση του Μουσολίνι το 1943 είναι άλλο ένα εντυπωσιακό παράδειγμα του πώς τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις είναι σε θέση, σε απρόβλεπτες συνθήκες, να αιχμαλωτίζουν άτομα, όχι όπως οι αράχνες αιχμαλωτίζουν τις μύγες στον ιστό τους, αλλά όπως ένας γλύπτης που σφυρηλατεί συνεχώς τον όγκο του μαρμάρου του. Ο Μουσολίνι, μετρ της ίντριγκας και της άσκησης της εξουσίας, χειραγωγήθηκε με ευκολία από τους βοηθούς του: τον μονάρχη-μαριονέτα Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ' και τον στρατάρχη Μπαντόλιο. Επί είκοσι χρόνια, ο βασιλιάς και ο στρατάρχης ήταν συνένοχοι στην υπηρεσία του Ντούτσε, υποταγμένοι πλήρως από την ευφυΐα και τη δύναμη της θέλησής του. Δεν ήταν τα απρόσμενα αποθέματα ιδιοφυΐας ή αποφασιστικότητας που τους επέτρεψαν να εκθρονίσουν τον Μουσολίνι, αλλά η δραματική ανατροπή της μοίρας της ιταλικής άρχουσας τάξης, που πανικοβλήθηκε από τη συμμαχική εισβολή, η οποία στέρησε από τον φασίστα ηγέτη την εξουσία και την κοινωνική του βάση.

Οι συλλογικές ανάγκες της ιταλικής αστικής τάξης έκαναν έτσι ώστε ο θεσμός της μοναρχίας (καθώς και η συλλογική ηγεσία του φασιστικού κόμματος, που ξαφνικά αναβίωσε) επανενεργοποιήθηκε κυριολεκτικά εν μία νυκτί, αναδεικνύοντας τον βασιλιά από τον ρόλο της υποταγμένης μαριονέτας σε αυτόν του κύριου συνωμότη. Αντιμέτωπος με την ομοφωνία της ιταλικής άρχουσας τάξης, ο "Παντοδύναμος Ντούτσε" αιχμαλωτίστηκε από μια χούφτα καραμπινιέρους και δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει ούτε μερικές εκατοντάδες υποστηρικτές του για να υπερασπιστεί μια δικτατορία που κράτησε 20 χρόνια!

Στο ίδιο πνεύμα, ο αυτοκράτορας Χίρο-Χίτο ήταν το παθητικό σύμβολο μιας στρατιωτικής ομάδας που κυβέρνησε την Ιαπωνία από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν μια διακοσμητική φιγούρα που ποτέ δεν ανακατευόταν στις κρατικές υποθέσεις και ποτέ δεν επέβαλε τις απόψεις του. Αλλά μόλις έγινε σαφές ότι η αμερικανική αεροπορία μπορούσε να καταστρέψει τις αστικές και βιομηχανικές βάσεις του ιαπωνικού καπιταλισμού και ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος εκτός από μια ειρήνη με διαπραγματεύσεις, ο αυτοκράτορας -με τη συμβουλή του Tsugeru Yoshida και του κύκλου των αστών πολιτικών του- χειραγώγησε επιδέξια τον τρομερό στρατό σε μια άνευ όρων παράδοση. Ξαφνικά, μετατράπηκε από μια απλή διακοσμητική φιγούρα σε πολιτικό ηγέτη της άρχουσας τάξης, ο οποίος, κυριολεκτικά, επέβαλε την ειρήνη στους σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς ηγέτες, μιλώντας πάνω από τα κεφάλια τους απευθείας και για πρώτη φορά στο λαό μέσω του ραδιοφώνου, θέτοντάς τους έτσι σε μια αναπόδραστη πολιτικο-ιδεολογική αντίφαση. Δεδομένου ότι ο ιαπωνικός μιλιταρισμός αντλούσε τη νομιμοποίησή του ουσιαστικά από την πίστη και τη λατρεία της "θεϊκής" προσωπικότητας του αυτοκράτορα, δεν ήταν σε θέση να δράσουν ενάντια στο "θεϊκό" κάλεσμα του.

Και στις δύο περιπτώσεις, την ιταλική και την ιαπωνική, η μετατροπή των διακοσμητικών μορφών σε φορείς εξουσίας ήταν μόνο προσωρινή. Ο Βίκτορ Εμμανουήλ και ολόκληρη η δυναστεία του αποπέμφθηκαν γρήγορα από το προσκήνιο, ενώ ο Χίρο-Χίτο, χάρη στην επιείκεια του Μακ Άρθουρ, κατέφυγε στον παραδοσιακό, τελετουργικό του ρόλο. Οι βραχύβιες λειτουργίες τους ως καθοριστικές εθνικές προσωπικότητες ήταν το αποτέλεσμα εξαιρετικών περιστάσεων που προίκισαν προσωρινά διακοσμητικούς θεσμούς με εξουσίες έκτακτης ανάγκης προκειμένου να σωθούν οι κρατικοί μηχανισμοί από την επικείμενη καταστροφή.

Ωστόσο, καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν απαιτούσε εξαιρετική προσωπική πρωτοβουλία ή ικανότητα. Στην πραγματικότητα, ήταν τα παραδοσιακά δίκτυα εξουσίας – ο περίγυρος του κόμη Acquarone στη Ρώμη και ο περίγυρος του πρίγκιπα Kanoye και του μαρκήσιου Kido στο Τόκιο - που επιστρατεύθηκαν για να πλέξουν τις απαραίτητες ίντριγκες, υπό το άγρυπνο μάτι της άρχουσας τάξης.

Στη Γερμανία, μια πολύ πιο φιλόδοξη επιχείρηση διάσωσης επιχειρήθηκε μετά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία. Κατά τη διάρκεια του 1944, είχε γίνει σαφές στην πλειοψηφία των γερμανικών οικονομικών και βιομηχανικών ηγετών -ειδικά στις δυναστείες των Πρώσων Γιούνκερ- ότι ο πόλεμος είχε χαθεί και ότι το Ράιχ θα διαλυόταν, εκτός και αν η προέλαση του Κόκκινου Στρατού ανακόπτονταν από μια χωριστή ειρήνη με τους Αμερικανούς. Ακόμη περισσότερο από ό,τι στις περιπτώσεις της Ιαπωνίας, της Ιταλίας ή της Γαλλίας, η απόλυτη επιβίωση μεγάλων τμημάτων της γερμανικής άρχουσας τάξης βρισκόταν σε κίνδυνο. Όταν, στην πραγματικότητα, οι στρατιωτικοί συνωμότες ξεκίνησαν το πραξικόπημα τους κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944, οι Σοβιετικοί είχαν φτάσει στον Βιστούλα και ήταν αδύνατο να προβλεφθεί με βεβαιότητα η συνέχεια των γεγονότων που θα μπορούσαν να συμβούν μετά την επιτυχία του πραξικοπήματος τους - συμπεριλαμβανομένης της επιτυχίας ή μη της επίκλησης του αντικομμουνισμού για τη διάσπαση του συμμαχικού μπλοκ.

Τελικά, η δράση τους κατάληξε σε αποτυχία. Γιατί; Άραγε πρέπει να δεχτούμε τις συμβατικές εξηγήσεις ότι η συνωμοσία κατέρρευσε λόγω ενός τεχνικού ατυχήματος - η λανθασμένη τοποθέτηση της βόμβας του Στάουφενμπεργκ εναντίον του Χίτλερ - ή ότι ο Μπεκ, ο πραγματικός ηγέτης των συνωμοτών, ήταν μια "αμλετιανή" προσωπικότητα που, διστάζοντας την κρίσιμη στιγμή, ξεγελάστηκε και χειραγωγήθηκε από τον διαβολικό Γκέμπελς (βοηθούμενο από τον προσωπικό θαυμασμό του ταγματάρχη Ρέμερ για τον Φύρερ); Είναι προφανές ότι όχι.

Ο στρατηγός Λούντβιχ Μπεκ ήταν για πολλά χρόνια αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού και ως τέτοιος ήταν υπεύθυνος όχι μόνο για τον αποτελεσματικό επανεξοπλισμό του Ράιχ, αλλά και για τη σύλληψη πολλών από τις πρώτες στρατιωτικές νίκες του. Ήταν ένας εξαιρετικός σχεδιαστής, που σε σύγκριση με τον Βίκτωρα Εμμανουήλ, τον Χίρο-Χίτο ή τον Γκέμπελς, για να μην αναφέρουμε τον Ρέμερ, φαινόταν σαν ένας Γκιούλιβερ ανάμεσα στους λιλιπούτειους. Αλλά ακόμη και αυτός ο επιδέξιος και έμπειρος σχεδιαστής απέτυχε παταγωδώς να εξασφαλίσει τους στοιχειώδεις κανόνες ενός πραξικοπήματος, όπως η κατάληψη ραδιοφωνικών σταθμών, ο έλεγχος των τηλεπικοινωνιών του Βερολίνου ή η διακοπή των τηλεφωνικών γραμμών μεταξύ του υπουργείου του Γκέμπελς και του καταφυγίου του Χίτλερ στο Ράστενμπουργκ. Γιατί τέτοια αδεξιότητα; Είχε χάσει ξαφνικά όλη του την ικανότητα;

Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς στην ανάλυση της αποτυχίας του πραξικοπήματος ως συνέπειας των προσωπικών αδυναμιών του στρατηγού Μπεκ ή του πολιτικού του συνεργάτη, Καρλ Γκέρντελερ, του δημάρχου της Λειψίας. Είναι αναμφίβολα πιο σοβαρό να τονίσουμε τη διαφορά στην αντικειμενική κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι Γερμανοί συνωμότες σε σχέση με την αντικειμενική κατάσταση των Ιταλών συνωμοτών το 1943 ή με τον κοινωνικό κύκλο γύρω από τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας το καλοκαίρι του 1945.

Στην Ιταλία και στην Ιαπωνία, ο στρατός είχε ηττηθεί και τα ανυπεράσπιστα αστικά κέντρα είχαν εκτεθεί στην καταστροφή από τις συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις. Υπήρχε πια μόνο μια δυνατή προοπτική για την άρχουσα τάξη: να τερματίσει τον πόλεμο αμέσως και άνευ όρων. Υπήρχε, επομένως, μια ομόφωνη επιθυμία στην αστική τάξη να ακολουθήσει μια σαφή γραμμή δράσης. Στη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, αν και ο πόλεμος είχε αντικειμενικά χαθεί, ο στρατός δεν είχε ακόμη ηττηθεί ολοκληρωτικά. Θα μπορούσε να υπολογίζει σε μια δεξαμενή υλικών και ανθρώπινων πόρων που επέτρεπαν να διατηρήσει τη μαχητική του ικανότητα για αρκετούς ακόμα μήνες. Εξάλλου, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ιαπωνίας (ή τα πρώιμα παραδείγματα της Γαλλίας και της Αγγλίας), η γερμανική άρχουσα τάξη αντιμετώπιζε έναν ιδιαίτερα πιο απειλητικό κίνδυνο- όχι μόνο αυτόν της απώλειας μέρους της δύναμης και του πλούτου της, αλλά και της καθαρής και απλής απαλλοτρίωσης και καταστροφής της ταξικής της θέσης από τον Κόκκινο Στρατό.

Ernest MandelΚάτω από αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες, η γερμανική καπιταλιστική τάξη, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες ιταλικές ή ιαπωνικές, ήταν βαθιά διχασμένη ως προς το τι έπρεπε να κάνει. Αν και ήταν ενωμένη στην άρνηση της παράδοσης στους Σοβιετικούς και πεπεισμένη ότι κάθε είδους παράδοση στους Αγγλοσάξονες ήταν η μόνη εναλλακτική λύση, ήταν διχασμένη ως προς το γεγονός και τους όρους υπό τους οποίους οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί θα δέχονταν μια χωριστή ειρήνη. Υπήρχε μια βαθιά διάσταση απόψεων για το ζήτημα αυτό στους γερμανικούς αστικούς κύκλους. Ενώ ορισμένοι ζητούσαν την καθαίρεση του Χίτλερ και την άμεση συνθηκολόγηση με τους Αμερικανούς, άλλοι αναρωτιόντουσαν αν άξιζε τον κόπο να πάρουν το ρίσκο της κατάρρευσης του μετώπου χωρίς προηγούμενες εγγυήσεις από τους Συμμάχους, και αυτό το τελευταίο μπλοκ αποτελούσε την πλειοψηφία.

Αποτέλεσμα αυτών των στρατηγικών διαφορών ήταν ότι ο στρατός και ο κρατικός μηχανισμός ήταν εντελώς διχασμένοι. Αυτή η διαίρεση - συνέπεια ενός αντικειμενικού διλήμματος για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό το καλοκαίρι του 1944 - εξηγεί τον μοιραίο δισταγμό που οδήγησε στην αποτυχία του πραξικοπήματος. Αν ο Μπεκ, ο οποίος μέχρι τότε ήταν μια αποφασισμένη προσωπικότητα, αμφιταλαντεύτηκε την κρίσιμη στιγμή, ήταν επειδή κατάλαβε πως, ό,τι κι αν έκανε, ο Στρατός του θα ήταν διχασμένος, προκαλώντας έτσι είτε εμφύλιο πόλεμο είτε κατάρρευση του μετώπου είτε και τα δύο μαζί. Αν το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε υποστηρίξει τον Μπεκ, όπως συνέβη στην ιταλική περίπτωση υπέρ του βασιλιά και του Μπαντόλιο, μέσα σε λίγες ώρες το πραξικόπημα θα είχε επιτύχει. Η ιεραρχία του ναζιστικού κόμματος είχε απαξιωθεί βαθιά και λίγοι θα μπορούσαν να την υπερασπιστούν ενάντια στο στρατό, που απολάμβανε τεράστιο κύρος στις μεσαίες τάξεις.

Έτσι, δεν ήταν ο "αμλετιανός" χαρακτήρας του στρατηγού Μπεκ που σφράγισε το πραξικόπημα, αλλά οι δισταγμοί ολόκληρης της γερμανικής άρχουσας τάξης, οι οποίοι με τη σειρά τους αντανακλούσαν τις πραγματικές αντικειμενικές και συγκεχυμένες αντιφάσεις. Δεν ήταν ένα άτομο που προκάλεσε την καταστροφή για την τάξη του, αλλά μάλλον η τάξη που εμπόδισε ένα άτομο να δράσει με επιτυχία.

Ας προσθέσουμε, ως επίλογο, ένα περιστατικό που τοποθετεί τη μοίρα των συνωμοτών της 20ής Ιουλίου σε μια ειρωνική προοπτική. Ενώ ο Beck, ο Goerdeler, ο Stauffenberg και οι συνεργάτες τους προετοίμαζαν το πραξικόπημα τους, αρκετοί ανώτεροι αξιωματούχοι του ναζιστικού Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων (υπό την προστασία ενός από τους ηγέτες των SS) προετοίμαζαν αθόρυβα ένα σχέδιο για μια μεταπολεμική Γερμανία ενταγμένη σε μια ανοικτή διεθνή οικονομία βασισμένη στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων - με άλλα λόγια, μια πλήρη ρήξη με όλες τις αυτάρκεις εμπορικές και οικονομικές πρακτικές του Τρίτου Ράιχ. Οι αρχιτέκτονες αυτού του οράματος - που αργότερα έγινε γνωστό ως "το θαύμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας" - δεν ήταν άλλοι από τον Λούντβιχ Έρχαρντ, τον μελλοντικό καγκελάριο της Γερμανίας, και τον Λούντβιχ Έμινγκερ, τον μελλοντικό πρόεδρο της Bundesbank. Ενώ συνεργάζονταν πιστά με τους Ναζί για μια δεκαετία, άλλαξαν την πορεία τους κατά 180 μοίρες όταν αυτό έγινε απαραίτητο για την επιβίωση της τάξης τους. Οι επιδέξιες μηχανορραφίες τους έρχονται σε αντίθεση με την αποτυχία της Συνωμοσίας του Ιουλίου, παρόλο που αυτές είχαν ως κόστος την διάλυση των Γιούνκερ και την απώλεια σχεδόν του μισού Γερμανικού Ράιχ.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ναζιστική τρομοκρατία, που εξαπέλυσε ο Χίμλερ μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, και οι καταστροφικές συνέπειες των συμμαχικών βομβαρδισμών κατέστρεψαν τη δυνατότητα που εξακολουθούσε να υπάρχει σε τμήματα της γερμανικής εργατικής τάξης να παρέμβει ως αυτόνομη δύναμη για τον τερματισμό του πολέμου (11). Η μαζική εισροή περισσότερων από 10 εκατομμυρίων προσφύγων από την Ανατολική Πρωσία και άλλα χαμένα γερμανικά εδάφη, δημιούργησε στη συνέχεια έναν τεράστιο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό που κράτησε τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα για 15 χρόνια και διατήρησε τα υψηλά ποσοστά κέρδους που δημιουργήθηκαν από την αναδιανομή του πλούτου μεταξύ των τάξεων υπό τη ναζιστική δικτατορία.

Ο δρόμος που προετοίμασαν οι Erhard και Emminger, υπό την αιγίδα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και την αρχική ανοχή του Στάλιν, επέτρεψε στη γερμανική άρχουσα τάξη να βγει 20 χρόνια αργότερα με μεγαλύτερη βιομηχανική και οικονομική δύναμη από ό,τι πριν, ακόμη και μέσα σε μια μικρότερη κρατική επικράτεια. Δεν θα μπορούσε να καταδειχθεί πιο πειστικά με ποιο τρόπο οι ανατροπές της ιστορίας λειτουργούν μέσω της χρησιμοποίησης από τις ταξικές ανάγκες των ατομικών ταλέντων, εντός των ορίων ενός δεδομένου τρόπου παραγωγής.

Σημειώσεις :

1. Αυτή ήταν πράγματι η φόρμουλα του Ένγκελς, επειδή αν κανείς περιορίσει την ιστορία αποκλειστικά στην πάλη μεταξύ ανταγωνιστικών τάξεων, μεγάλα γεγονότα όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος γίνονται ακατανόητα, αφού ο τελευταίος δεν ήταν μόνο ένας πόλεμος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά και ένας πόλεμος μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της παγκόσμιας αστικής τάξης.

2. Για τη διασύνδεση μεταξύ της οικονομικής κρίσης, του επανεξοπλισμού και των επεκτατικών στόχων της γερμανικής βιομηχανίας, βλέπε Thimoty Mason, "Innere Krise und Angriffskrieg, 1938-1939", στο Forstmeier and Vokmann, Wirtschaft und Rüstung am Vorabend des zweiten Weltkrieges, Dusseldorf 1981, και Alan Milward, "Der Einfluss ökonomischer und nicht-ökonomischer Faktoren auf die Strategie des Blitzkriegs", ibid.

3. Kaiser Wilhelm II: New Interpretations, Cambridge 1983.

4. Karl Kautsky, "Klassenkampf und Ethik", Die Neue Zeit, τ. 19/1, p. 24.

5. Πρβλ. Friedrich Engels, επιστολή προς τον Bebel 29.10.1884 (MEW, τ. 36, σ. 227)- επιστολή προς τον Kautsky, 8.11.1884 (ό.π. σ. 230-31)- επιστολή προς τον Bebel 18.11.1884 (ό.π., 240-42)- και επιστολή προς τον Bebel, 11.12.1884 (ό.π., σ. 250-51).

6. Το δοκίμιο αυτό δημοσιεύθηκε στο G. V. Plekhanov, Fundamental Problems of Marxism, Λονδίνο 1969.

7. Στο ίδιο, σ. 171.

8. Ανάμεσα στην επιλογή της πλειοψηφίας υπέρ των Πεταίν-Λqβάλ και της ελάχιστης μειοψηφίας που υποστήριζε τότε τον Ντε Γκωλ, υπήρχε η εναλλακτική λύση της συνέχισης του πολέμου από τη Βόρεια Αφρική, μια θέση που υπερασπιζόταν από ανθρώπους γύρω από τον Μαντές-Φρανς, τον Ζορζ Μαντέλ και τον πρόεδρο της Γερουσίας Ζαννενέ.

9. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η παρουσία ανώτερων βιομηχανικών και τραπεζικών στελεχών σε μια κυβερνητική ομάδα ήταν πιο έντονη από ό,τι στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Οι κυβερνήσεις του Ρούσβελτ και του Τρούμαν κατά τη διάρκεια του πολέμου κυριαρχούνταν από εκπροσώπους των μεγάλων πετρελαϊκών και χρηματοπιστωτικών εταιρειών.

10. Το βιβλίο του E.O. Wilson Sociobiology: The New Synthesis (Cambridge, Mass., 1975) είναι μια χαρακτηριστική εκδήλωση αυτού του φαινομένου, ενώ το βιβλίο των Steven Rose και Leon Kamin Not in Our Genes (Νέα Υόρκη 1984) είναι μια πνευματική κριτική. Μια πρόσφατη σύνθεση αυτών των συγγραμμάτων της Ψυχοϊστορίας είναι το βιβλίο του Lloyd de Mause, Les Fondations de la Psycho-Histoire (Παρίσι 1985).

11. Οι ιστορικοί, τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Δυτικοί, τείνουν γενικά να υποτιμούν τις δυνατότητες αντίστασης της εργατικής τάξης που εξακολουθούσαν να υπάρχουν στη Γερμανία το 1944. Οι σοσιαλδημοκράτες που συμμετείχαν στη συνωμοσία Beck-Goerdeler ήταν μια σοβαρή δύναμη και πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι στην Έσση είχε εκπονηθεί σχέδιο γενικής απεργίας των σιδηροδρομικών την εποχή της απόπειρας δολοφονίας του Χίτλερ. Βλέπε William Allen, "Die sozialdemokratische Untergrundbewegung", στο Der Widerstand gegen den National-sozialismus, Μόναχο 1985, και Timony Mason, "Arbeiteropposition im nationalsozialistischen Deutschland", στο Detlev Beukert, Die Reihen fest geschlossen, Wuppertal 1981.

Επιμέλεια: Γιώργος Μητραλιάς - σκίτσα: David Levine