Αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο του Πάνου Κοσμά επειδή απαντάει σε μια σειρά -μόνιμα αναπάντητων- ερωτημάτων και προβληματισμών που προκαλεί η πανδημία, και επειδή με αυτές τις απαντήσεις του σώζει τη τιμή της ελληνικής αριστεράς. Στις τόσες σωστές επισημάνσεις και τοποθετήσεις αυτού του κειμένου, θα προσθέταμε μόνο μία που είναι ίσως και η πιο σημαντική: Την ολοκληρωτική απουσία της παραμικρής διεθνιστικής ευαισθησίας από τη στάση όλων των αποχρώσεων της ελληνικής αριστεράς στο ζήτημα της Covid 19: Ούτε λέξη, και φυσικά ούτε μια κινητοποίηση, για τους φτωχούς και καταφρονεμένους του κόσμου μας, για αυτά τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας (!) που στερείται εμβολίων και αργοπεθαίνει επειδή οι πατέντες τους είναι ιδιοκτησία λίγων απάνθρωπων φαρμακευτικών εταιριών που προστατεύονται με κάθε μέσο από τις δυτικές κυβερνήσεις. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μια σκανδαλώδη έλλειψη ανθρωπιστικών αντανακλαστικών. Έχουμε να κάνουμε και με την πλήρη αδυναμία κατανόησης της στοιχειώδους αλήθειας ότι όσο δεν θα απελευθερώνονται οι πατέντες και δεν θα εμβολιάζονται αυτά τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας, ο κοροναϊός θα βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να μεταλλάσσεται διαρκώς, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται συνεχώς ο στόχος της πλήρους εξόδου από την φονική πανδημία και τις καταστροφικές της συνέπειες…

Γιώργος Μητραλιάς

Εκτός από την κυβέρνηση,

υπάρχει και η πανδημία!

Ή γιατί τόσο η κυβέρνηση όσο και η Αριστερά απορρίπτουν τον καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό!

«ΠΟΥ και Φάουτσι προειδοποιούν για εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους μη εμβολιασμένων έως τον Δεκέμβριο»

Η Ελλάδα ηγείται του νέου κύματος θυμάτων της πανδημίας διεθνώς, ούσα μακράν πρώτη σε θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκων

(Από τις ειδήσεις των ημερών)

«Δεν είμαστε στην Ιπποκράτεια ηθική που ο γιατρός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει για το καλό του ασθενούς. Είμαστε στη φιλελεύθερη αντίληψη ότι ο ασθενής αποφασίζει τι θέλει να κάνει και δεν θα πιέζεται».
(Θ. Πλεύρης, ο νέος υπουργός Υγείας, προφανώς πριν υπουργοποιηθεί)

Του Πάνου Κοσμά

Πάνος ΚοσμάςΣτα «παλιά καλά χρόνια» κάθε σοβαρή συζήτηση για την πολιτική της Αριστεράς στη συγκυρία, συνολικά ή για τα σημαντικά ζητήματα που τη συνθέτουν, ξεκινούσε από το ερώτημα: πού βαδίζουμε; Πού οδηγούνται τα πράγματα και πώς τείνει να διαμορφωθεί η συγκυρία; Ύστερα ήρθε η κρίση του μαρξισμού ως μαζικής ιδεολογίας αλλά και ως «κανονιστικού πλαισίου» στο πλαίσιο του οποίου νοεί και παράγει γραμμή για τη συγκυρία η Αριστερά, και όλα άλλαξαν, μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία αποδόμησης και παρακμής αυτού που κάποτε αποκαλούνταν διαλεκτική σκέψη ή και πολιτική διαλεκτική. Για να φτάσουμε στα νεότερα χρόνια και στην παρούσα συγκυρία, όπου κριτήριο πολιτικής είναι πλέον ένας παβλοφικού χαρακτήρα, ανακλαστικός και ρηχός αντικυβερνητισμός – που εν τέλει, χωρίς να το θέλει, αλλά και χωρίς να το υποψιάζεται, επί της ουσίας, συχνά, δεν είναι καν αντικυβερνητισμός.

Αυτή η μικρή εισαγωγή με τη μόλις υποκρυπτόμενη θλίψη, αφορά τη συζήτηση για τη γραμμή της Αριστεράς για την πανδημία στη δεδομένη συγκυρία.

Παρατηρώντας απαθείς αριθμό θανάτων, διασωληνωμένων και σακατεμένων της long covid να αυξάνονται

Παρακολουθώντας τον ενδοαριστερό διάλογο -όπου γίνεται «σκοτωμός» για το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού- μένει κανείς άναυδος: δεν υπάρχει ο παραμικρός προβληματισμός, το παραμικρό ενδιαφέρον, η παραμικρή πρόβλεψη, εκτίμηση και αναφορά, στη συγκυρία όπως διαμορφώνεται στο ζήτημα της πανδημίας. Αν όμως δεν προκύπτει από μια τέτοια εκτίμηση για τη συγκυρία η γραμμή της Αριστεράς, τότε από πού προκύπτει; Μα προφανώς: προκύπτει από αυτά που κάνει η κυβέρνηση! Η πανδημία και πώς αυτή εξελίσσεται μπορεί να αγνοηθεί – και αγνοείται με τρόπο εντυπωσιακό! Αλλά ποια δύναμη, ποιο ρεύμα, ποια οργάνωση και κόμμα της Αριστεράς μπορεί να αγνοήσει το τι κάνει η κυβέρνηση για την πανδημία;

Επιμένοντας λοιπόν στην παλιά καλή μεθοδολογία -και είναι κυριολεκτικό, για αυτό και πλέον εκτός εισαγωγικών-, θα προσπαθήσω να συναγάγω το δέον γενέσθαι από την εκτίμηση της συγκυρίας όπως διαμορφώνεται στο ζήτημα της πανδημίας˙ και στη συνέχεια να αξιολογήσω, σε αυστηρή συνάρτηση με το προηγούμενο, την κυβερνητική πολιτική.

Πάμε λοιπόν από την αρχή: η πανδημία εξακολουθεί να υπάρχει! Είναι μάλλον χρήσιμο να το υπενθυμίσουμε γιατί η πλήρης απουσία αναφορών και εκτιμήσεων γι’ αυτήν και το πώς εξελίσσεται είναι τόσο εντυπωσιακή, ώστε εμβάλλει σε σκέψεις. Η πανδημία υπάρχει, σημαίνει:

  • άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν (περίπου 30 την ημέρα – και μέσα στον Αύγουστο κάθε δύο βδομάδες ο αριθμός αυξανόταν περίπου κατά μία δεκάδα),

  • άνθρωποι εξακολουθούν να δίνουν αγώνα ζωής και θανάτου στις ΜΕΘ (περίπου 300 και ο αριθμός μέσα στον Αύγουστο αυξανόταν κατά περίπου 100 κάθε δύο βδομάδες),

  • πολλοί περισσότεροι νοσηλεύονται χωρίς να χρειαστεί να φτάσουν στις ΜΕΘ,

  • ικανό ποσοστό αυτών που καταφέρνουν να βγουν νικητές/τριες από τις ΜΕΘ αλλά και μικρότερο ποσοστό όσων νοσηλεύτηκαν εκτός ΜΕΘ μένουν με χρόνια σοβαρά προβλήματα για μεγάλο διάστημα ή και για όλη τους τη ζωή (long covid),

  • ασθενείς με άλλα νοσήματα δεν έχουν τη θεραπεία ή τη φροντίδα που χρειάζονται επειδή το σύστημα υγείας είναι υπερφορτωμένο με περιστατικά covid,

  • η αποτελεσματικότητα στη φροντίδα των ασθενών (ανεξαρτήτως ασθένειας) μειώνεται όσο παρατείνεται η κατάσταση που το σύστημα υγείας λειτουργεί στο «κόκκινο» εξαιτίας της πανδημίας (αυτό είναι το πρωταρχικό δικό μας ενδιαφέρον για την «υπερφόρτωση του συστήματος υγείας», κι όχι αν θα εκτεθεί πολιτικά η κυβέρνηση για ανικανότητα διαχείρισης της πανδημίας).

Αυτή όμως είναι η εντελώς συγκυριακή εικόνα, του Αυγούστου, διότι τα πράγματα εξελίσσονται -και μάλιστα κλιμακώνονται- με τρόπο εξαιρετικά επικίνδυνο. Η μετάλλαξη Δέλτα είναι εξαιρετικά μεταδοτική («κολλάει σαν την ανεμοβλογιά»), τα σχολεία ανοίγουν, οι εκδρομείς επιστρέφουν/επέστραψαν στους χώρους εργασίας τους, ο καιρός θα δροσίσει και η επιστροφή στον μαζικό συγχρωτισμό δραστηριοτήτων εσωτερικού χώρου είναι επί θύραις, το ποσοστό του πληθυσμού που έχει εμβολιαστεί είναι μόλις λίγο πάνω από το 50%, τα εμβόλια προστατεύουν πολύ πλην όμως όχι πλήρως από τη μετάδοση, η δε προστατευτική τους ισχύς από τη νόσηση εξασθενεί αρκετά μετά την πάροδο μηνών – για να μη μιλήσουμε για την ανοιχτή πιθανότητα εμφάνισης νέων μεταλλάξεων που θα καθιστούν τα εμβόλια λιγότερο ή περισσότερο αναποτελεσματικά όσον αφορά την προστασία από βαριά νόσηση και θάνατο (προστασία που μέχρι στιγμής τα διαθέσιμα εμβόλια αποδεδειγμένα παρέχουν σε πολύ υψηλό βαθμό).

Η στοιχειωδώς ρεαλιστική συνεκτίμηση όλων αυτών των παραγόντων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι νωρίς το φθινόπωρο πιθανότατα θα ζήσουμε την κορύφωση ενός κύματος πανδημίας τουλάχιστον εξίσου θανατηφόρου με το τρίτο κύμα (όταν ο αριθμός των διασωληνωμένων είχε ξεπεράσει τους 800 και των νεκρών τους 100 ημερησίως).

Συνοψίζοντας λοιπόν όσον αφορά τη συγκυρία στο ζήτημα της πανδημίας: Πεθαίνουν, διασωληνώνονται και σακατεύονται με τη long covid απαράδεκτα πολλοί/ές ήδη˙ και βαδίζουμε ακάθεκτοι για ακόμη πιο μαζικό θανατικό με προδιαγεγραμμένο τρόπο και σε σύντομο χρόνο!
Το ερώτημα, επομένως, που ζητεί επιτακτικά απάντηση (επιτακτικά γιατί ο κίνδυνος είναι και άμεσος και μεγάλος) είναι τούτο: με ποια μέτρα και ποιους τρόπους θα αποσοβήσουμε το υψηλό ανθρώπινο κόστος; Αυτό είναι το θεμελιώδες -και μέγα- ερώτημα της πολιτικής όσον αφορά την πανδημία˙ κάθε πολιτική δύναμη θα πρέπει να (ανα)μετρηθεί από τις απαντήσεις που θα δώσει σε αυτό. Το τραγικό και θλιβερό συνάμα είναι ότι η κυβέρνηση έχει τη δική της απάντηση σε αυτό το ερώτημα (που αποδίδεται από τα μέτρα που παίρνει και τις εξαγγελίες που κάνει), ενώ η Αριστερά δεν το έχει θέσει καν ούτε στον ίδιο της τον εαυτό! Ας δούμε λοιπόν την απάντηση της κυβέρνησης και στη συνέχεια την πολιτική της Αριστεράς – που έχει πολιτική αλλά όχι απάντηση, καθώς δεν έχει θέσει καν το ερώτημα. Πριν απ’ αυτό όμως ας δούμε το σημαντικό θέμα του ανθρώπινου κόστους της πανδημίας από μια άλλη οπτική γωνία.

Η έννοια του «αποδεκτού» κόστους, για την κυβέρνηση και την Αριστερά

Ωστόσο, σε ένα οξύ πρόβλημα δημόσιας υγείας οφείλουμε να θέσουμε ένα θέμα ακόμη πιο θεμελιώδες, που μόνο αυτό μπορεί να μας δώσει ένα απτό μέτρο για την κριτική που θα ασκήσουμε στην κυβέρνηση: τα όποια μέτρα της κυβέρνησης πρέπει να κριθούν με μέτρο το αποτέλεσμα. Ποιο είναι λοιπόν το μέτρο ώστε να κρίνουμε το αποτέλεσμα των κυβερνητικών μέτρων όσον αφορά την πανδημία; Οι κυβερνήσεις και οι επίσημοι θεσμοί και παράγοντες έχουν κάθε λόγο να μην ορίζουν με ακρίβεια το μέτρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας, να το σχετικοποιούν, να το θολώνουν. Στο ξεκίνημα της πανδημίας, όταν η απόφαση των ισχυρών καπιταλιστικών πόλων του δυτικού ιμπεριαλισμού συνέκλινε σε μια εκδοχή «σκληρών» περιοριστικών μέτρων (που παραπειστικά ονομάστηκε καθολικό lock down γιατί όπως θα δούμε στη συνέχεια δεν ήταν πραγματικά καθολικό), το μέτρο της επιτυχίας ήταν κατά κοινή παραδοχή το ανθρώπινο κόστος (αριθμός κρουσμάτων, νοσούντων, διασωληνωμένων, θανάτων) και, σε άμεση συσχέτιση με αυτό, η επάρκεια και οι αντοχές του δημόσιου συστήματος υγείας. Στην πρώτη φάση της πανδημίας τόσο οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις όσο και οι αντισυστημικές (Αριστερά και αναρχικός χώρος) φάνηκε να συμφωνούν σε αυτούς τους δύο δείκτες σαν μέτρο επιτυχίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Με αυτά τα κριτήρια, η Ιταλία για παράδειγμα πήρε κακό βαθμό κι η Ελλάδα καλό. Ωστόσο, το χαμηλό κόστος δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια ούτε σε κείνη την πρώτη φάση. Επίσης είδαμε χώρες να περιορίζουν έως και να μηδενίζουν ουσιαστικά το ανθρώπινο κόστος, με την εφαρμογή εκτεταμένων ελέγχων (μαζικά τεστ, ιχνηλάτηση, απομόνωση φορέων) ή και πιο εκτεταμένων lock down. Επιπλέον, το κριτήριο για την επάρκεια και τις αντοχές του δημόσιου συστήματος υγείας υπέκρυπτε ήδη μια μεγάλη διαφορά: οι μεν συστημικές δυνάμεις το έβλεπαν με την οπτική γωνία του πολιτικού κόστους (να μην «ξεφύγει» η κατάσταση και εκτεθούν πολιτικά το σύστημα και οι κυβερνήσεις του σε βαθμό που να δημιουργεί κατάσταση κρίσης κυβερνησιμότητας), οι δε αντισυστημικές με το κριτήριο της δυνατότητάς του να περιορίσει το ανθρώπινο κόστος καθαυτό. Το γεγονός ότι τα διαφορετικά κίνητρα έμειναν σε μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστα στη δημόσια συζήτηση και ότι οι αντισυστημικές δυνάμεις δεν έθεσαν κάποιον σαφή στόχο (μηδενισμός ή περιορισμός – και μέχρι ποιου σημείου και με ποια μέσα;) έπαιξε τον ρόλο του στη συνέχεια.

Με το δεύτερο κύμα της πανδημίας συνέβησαν δύο πράγματα ταυτόχρονα: Οι συστημικές δυνάμεις κυριεύτηκαν από την ανυπομονησία να δουλέψει στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση η καπιταλιστική οικονομία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και άρα προσέθεσαν εμφατικά δίπλα στο κριτήριο του πολιτικού κόστους και της κυβερνησιμότητας και το κριτήριο του επείγοντος ανοίγματος της οικονομίας˙ οι αντισυστημικές δυνάμεις, αντί να ξεκαθαρίσουν αναλόγως τα δικά τους κριτήρια, να ορίσουν με βάση αυτά τα κριτήρια την έννοια του «αποδεκτού» κόστους και να δώσουν μάχη γι’ αυτό, σχεδόν απείχαν από αυτή την κρίσιμη μάχη. Κι όμως, πρόκειται για εντελώς κρίσιμη μάχη: εκφράζει τον συσχετισμό δύναμης στο επίπεδο της κυρίαρχης αίσθησης στην κοινωνία τι είναι δίκαιο και εφικτό να επιτευχθεί, ποιος είναι ο στόχος όσον αφορά το ανθρώπινο κόστος της πανδημίας, με ποια κριτήρια καθορίζεται, με ποιες μεθόδους και μέσα εξασφαλίζεται. Οι αντισυστημικές δυνάμεις (Αριστερά και αναρχικός χώρος) δεν έδωσαν αυτή τη μάχη – και μάχες που δεν δίνονται καν, φυσικά είναι χαμένες «από χέρι»! Τμήματα της Αριστεράς μίλησαν βεβαίως για χώρες με καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα στην αντιμετώπιση της πανδημίας και κατά κάποιον τρόπο υιοθέτησαν και υπέδειξαν ένα άλλο μίγμα μέτρων (αν και στο πλαίσιο αντιφατικών σεναρίων, που άλλα έριχναν το βάρος σε επιδημιολογικά μέτρα όπως μαζικά δωρεάν τεστ, συστηματική και εκτεταμένη ιχνηλάτηση, απομόνωση φορέων σε συνδυασμό με ήπια μέτρα περιορισμού του κοινωνικού συγχρωτισμού και άλλα σε πραγματικά καθολικό, «σκληρό» lock down). Ο στόχος όμως εν ονόματι του οποίου θα έπρεπε να υιοθετηθεί η μία ή η άλλη στρατηγική δεν συζητήθηκε ποτέ. Κατά συνέπεια δεν τέθηκε ποτέ και ο συνεπαγόμενος στόχος όσον αφορά το «αποδεκτό» κόστος.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι στο δεύτερο κύμα της πανδημίας οι κυβερνήσεις δοκίμασαν σε μαζική κλίμακα τις πολιτικές αντοχές του συστήματος σε ένα επίπεδο πολύ αυξημένου ανθρώπινου κόστους σε σχέση με το πρώτο κύμα. Η Ελλάδα ήταν από τις πλέον ειδεχθείς περιπτώσεις απογείωσης του ανθρώπινου κόστους, που ξεπέρασε τους 800 διασωληνωμένους και τους 100 νεκρούς ημερησίως. Πλέον, οι κυβερνήσεις έμαθαν ότι μπορούν να επιβιώσουν από μια τέτοια εκατόμβη θυμάτων και επομένως έθεσαν σε αυτά τα επίπεδα το κατ’ αυτές «αποδεκτό» κόστος. Αν υπήρχε κατάλληλη στιγμή η Αριστερά και ο αναρχικός χώρος να χρησιμοποιήσουν τις έννοιες «θανατοπολιτική» και «βιοπολιτική» θα ήταν τότε ακριβώς, όταν ο καπιταλισμός και οι κυβερνήσεις του απέδειξαν με τον πιο ωμό και κυνικό τρόπο ότι είναι διατεθειμένοι να πατήσουν πάνω σε πτώματα (στην κυριολεξία), να θεωρήσουν αποδεκτό κόστος πάνω από 4 εκατομμύρια νεκρούς από την πανδημία, δεκάδες εκατομμύρια διασωληνωμένους και εκατοντάδες εκατομμύρια σακατεμένους της long covid! Αντ’ αυτού, όμως, οι έννοιες αυτές χρησιμοποιήθηκαν -από τους υποτιθέμενα πλέον ειδήμονες περί αυτές- για τον εντελώς αντίθετο λόγο: για να «αποκαλύψουν» ότι πίσω από την πανδημία (που είναι το πολύ πολύ μια πιο βαριά «γριπούλα») κρύβεται κάποια «στρατηγική του κεφαλαίου». [Μεταξύ άλλων, αυτό αποδεικνύει πόσο ακατάλληλες είναι τέτοιες έννοιες για αν εννοιολογήσουν μια αντικαπιταλιστική πολιτική και στρατηγική, καθώς διακρίνονται από απαράδεκτα υψηλό βαθμό γενικότητας και απροσδιοριστίας και γι’ αυτό μπορούν να μεταφραστούν στις πιο αντίθετες πολιτικές.]

Η Αριστερά εν τέλει δεν «ξεσήκωσε τον κόσμο» για το μαζικό θανατικό του δεύτερου κύματος της πανδημίας, κι έτσι διευκόλυνε κατά πολύ το έργο των κυβερνήσεων να εξοικειώσουν τις κοινωνίες με απαράδεκτα υψηλά επίπεδα «αποδεκτού κόστους». Μαζί με αυτό, πήρε μπρος, πολύ πιο ξεδιάντροπα και απροσχημάτιστα και η προπαγάνδα περί του ότι «η κοινωνία και η οικονομία δεν αντέχουν», για να νομιμοποιήσει τη μετατόπιση ακόμη πιο κοντά σε πολιτικές ανοσίας αγέλης.

Πρέπει λοιπόν έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, έστω και την ύστατη στιγμή, να θέσουμε το ερώτημα: ποιον στόχο έπρεπε να θέσει η Αριστερά στο ζήτημα της πανδημίας, εξαρχής αλλά έστω τώρα. Και πώς έπρεπε, σε απόλυτη συνάρτηση με αυτόν τον στόχο, να τοποθετηθεί στο ζήτημα του «αποδεκτού» κόστους.

Οφείλουμε σε αυτό το σημείο να αναρωτηθούμε αν ο στόχος της εξάλειψης της πανδημίας είναι εφικτός. Αν είναι εφικτός, είναι αυτονόητο το καθήκον να πούμε, να διεκδικήσουμε, να προτείνουμε μέτρα ώστε να επιτευχθεί. Αν δεν είναι εφικτός, τότε οφείλουμε να σκεφτούμε τι σημαίνει να «μάθουμε να ζούμε με τον ιό» για πάντα και πώς αυτό αναπλαισιώνει την ταξική πάλη, τους στόχους, τα επιχειρήματα, τις προτάσεις.

Υπήρχε, λοιπόν, εξαρχής και πολύ περισσότερο τώρα (που υπάρχουν και τα εμβόλια) τρόπος να εξαλείψουμε την πανδημία; Υπήρχε, αλλά το πρόβλημα ήταν (είναι) ότι αυτός ο τρόπος είναι βαθιά αντικαπιταλιστικός! Ο ιός δεν ζει παρά για ελάχιστο χρόνο στην ατμόσφαιρα, στα φυτά, στο έδαφος, στα σπίτια. Ζει και αναπαράγεται μόνο πάνω σε ζωντανούς ξενιστές – τον άνθρωπο και κάποια ζώα. Αν μηδενίσουμε τη μετάδοση, ο ιός εξαφανίζεται. Για να μηδενιστεί όμως η μετάδοση, θα έπρεπε το lock down στην παραγωγή να είναι πραγματικά γενικό, με την εξαίρεση μόνο κλάδων εντελώς απαραίτητων για την άμεση αναπαραγωγή της ζωής. Για όλους/ες χωρίς εξαίρεση τους/τις εργαζόμενους/ες σε αυτούς τους εντελώς απαραίτητους κλάδους, θα έπρεπε να διενεργούνται τεστ με την απαιτούμενη συχνότητα ώστε να εντοπίζονται και να απομονώνονται τυχόν φορείς του ιού. Η μέθοδος διενέργειας μαζικών τεστ και απομόνωσης των φορέων του ιού θα έπρεπε προφανώς να εφαρμοστεί και στην κοινότητα. Με αυτόν τον συνδυασμό μέτρων θα μπορούσε να εξαλειφθεί ο ιός σε ελάχιστους μήνες. Με την προσθήκη των εμβολίων στη φαρέτρα των διαθέσιμων «όπλων», ακόμη ευκολότερα. Μας το έδειξαν χώρες που, με διαφορετικό μίγμα μέτρων όπως τα προαναφερθέντα, κατάφεραν να μηδενίσουν ή σχεδόν να μηδενίσουν τα κρούσματα (Κίνα, Ν. Ζηλανδία). Ακόμη όμως και αν, με βάση μια επιστημονική θεώρηση, δεν ήταν εφικτό να εξαλειφθεί η πανδημία, ήταν σίγουρα εφικτό να μηδενιστεί ουσιαστικά το ανθρώπινο υγειονομικό κόστος στο τέλος του πρώτου κύματος και να αποφευχθεί η ύπαρξη του δεύτερου και ακόμη πιο θανατηφόρου.

Όμως ένας τέτοιος τρόπος εξάλειψης της πανδημίας είτε ουσιαστικού μηδενισμού του ανθρώπινου υγειονομικού κόστους απορρίφθηκε και εξακολουθεί να απορρίπτεται για έναν και μοναδικό λόγο: επειδή δεν είναι ανεκτή από τον καπιταλισμό, επειδή ξεπερνά τα όριά του, επειδή συγκρούεται με τα θεμελιώδη «υποκείμενα νοσήματά» του: το κέρδος σαν υπέρτατο πρόταγμα και την αναρχία στην εθνική και παγκόσμια οργάνωσή του όπου ο ανταγωνισμός των επιμέρους κεφαλαίων και των κρατών συνιστούν απαραβίαστα όρια.

Πιο συγκεκριμένα, αυτή η λύση απορρίφθηκε γιατί:

α) Θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική μόνο ως παγκόσμια λύση, με συντονισμένη ταυτόχρονη εφαρμογή σε όλο τον κόσμο. Η εφαρμογή της σε εθνικό επίπεδο μπορεί να εξάλειφε τον ιό σε μία ή περισσότερες χώρες (η Ισλανδία, ίσως και η Κίνα το κατάφεραν για ένα διάστημα), αυτές όμως στη συνέχεια θα έπρεπε να απομονωθούν/«στεγανοποιηθούν» σε σχέση με όλο τον υπόλοιπο για να μην ξαναρχίσει ο κύκλος της πανδημίας – κάτι προφανώς ανέφικτο και άσκοπο. Όμως, τέτοιον παγκόσμιο συντονισμό για την υλοποίηση μάλιστα τέτοιων μέτρων ούτε θέλει ούτε μπορεί να εξασφαλίσει ο καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός.

β) Δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τον καπιταλισμό να τεθεί το κεφάλαιο σε τόσο εκτεταμένη αργία, ούτε να γίνει αποδεκτό το υψηλό κόστος των κρατικών ενισχύσεων που αυτό θα απαιτούσε: οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να πληρώνουν τους μισθούς των της πλειονότητας των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και να εκπονήσουν πολύ πιο εκτεταμένο πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων για τον ιδιωτικό τομέα – και αν γίνονταν αυτά, θα πήγαινε περίπατο η δημοσιονομική ορθοδοξία και θα άνοιγαν τεράστια ζητήματα για τις κρατικές δαπάνες, το χρέος κ.λπ., δηλαδή για τους πυλώνες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Απορρίπτοντας τη μόνη μέθοδο με την οποία θα μπορούσε να εξαλειφθεί ο ιός, οι κυβερνήσεις μετατόπισαν την αφήγηση: «θα μάθουμε να ζούμε με τον ιό», δηλαδή με τα κόστη της πανδημίας: νεκρούς, διασωληνωμένους, σακατεμένους της long covid, νεκρούς ή και σακατεμένους από άλλες ασθένειες που λόγω της υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας δεν τύγχαναν της απαραίτητης θεραπείας.

Βλέποντας να έρχονται τα επόμενα κύματα της πανδημίας, οι διεθνείς καπιταλιστικοί φορείς και οι κυβερνήσεις στράφηκαν στη μόνη σανίδα σωτηρίας: τα εμβόλια. Και όταν αυτά ήρθαν και άρχισαν να αποδεικνύονται αποτελεσματικά, κήρυξαν το τέλος της «περιπέτειας». Πριν τα εμβόλια όμως, στη δεύτερη φάση της πανδημίας και των lock down, η έκταση του lock down στην παραγωγή μειώθηκε, με αποτέλεσμα την αύξηση του ανθρώπινου κόστους («ας πεθάνουν για την οικονομία»). Τεστάροντας έτσι τις αντοχές του πολιτικού συστήματος σε αυξημένα πολιτικά κόστη, οι κυβερνήσεις δεν έχουν τώρα καμιά διάθεση για γενικευμένα περιοριστικά μέτρα.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή των αλληλοδιάδοχων φάσεων της πανδημίας, η Αριστερά:

  • Απέφυγε να θέσει εξαρχής τον στόχο για εξάλειψη του ιού ή μηδενισμό του ανθρώπινου υγειονομικού κόστους. Ακόμη και όταν υποδείκνυε, με βάση και τη διεθνή πείρα, την αποτελεσματικότητα των μεθόδων μαζικά τεστ – ιχνηλάτηση και απομόνωση φορέων – εκτεταμένα μέτρα περιορισμού του συγχρωτισμού, δεν το συνέδεσε με τον στόχο εξάλειψης ης πανδημίας ή μηδενισμού του ανθρώπινου κόστους, που θα ξεκαθάριζε την εικόνα τι είδους lock down χρειαζόμαστε, αλλά με τον αόριστο και επιδεχόμενο πολλών ερμηνειών στόχο της καλύτερης διαχείρισης των συνεπειών της. Ο στόχος της εξάλειψης της πανδημίας ή μηδενισμού του ανθρώπινου κόστους συνεπαγόταν/συνεπάγεται βαρύ κόστος για τον καπιταλισμό, είναι άμεσα αντικαπιταλιστικός στόχος (κατ’ αναλογία, ό,τι ήταν στην κρίση του 2008 η διαγραφή του χρέους), κι η Αριστερά απλώς δεν τον διανοήθηκε καν. Αν όμως η Αριστερά δεν έχει το «δικαίωμα στον αντικαπιταλισμό» ούτε όταν διακυβεύεται η δημόσια υγεία και οι ζωές των ανθρώπων, ούτε όταν μετράμε εκατομμύρια νεκρούς από μια πανδημία, τότε ποιος ο λόγος ύπαρξής της; Όταν ακόμη η κυβέρνηση «μετράει» του νεκρούς της πυρκαγιάς στο Μάτι και σύμπασα η Αριστερά «ξεσήκωσε τον κόσμο» -και πολύ καλά έπραξε- για το 1,2 εκατ. των καμένων στρεμμάτων στις πυρκαγιές του Αυγούστου, γιατί δεν ήταν ακόμη πιο επιτακτικό να «ξεσηκώσει τον κόσμο» για το μαζικό θανατικό της πανδημίας; Γιατί, σήμερα που μιλάμε, οι 30 νεκροί την ημέρα και οι 300 διασωληνωμένοι δεν «αξίζουν» ακόμη μεγαλύτερη «φασαρία»; Γιατί δεν πρέπει να μας συνεγείρει η ισχυρή πιθανότητα κορύφωσης του κύματος το φθινόπωρο με ακόμη μεγαλύτερο θανατικό; Κι όταν η Αριστερά υποκύπτει σε αυτόν τον ιδιότυπο μιθριδατισμό όσον αφορά το ανθρώπινο κόστος covid-19, σε ποιο «προηγούμενο» θα στηρίξει την πολιτική της σε μελλοντικές πανδημίες (που προφητεύονται ήδη σαν ισχυρή πιθανότητα από τα χείλη αρμόδιων της επιστημονικής κοινότητας και όχι μόνο) ή στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής; Ποιο μέλλον προετοιμάζει για τον εαυτό της η Αριστερά όταν αποποιείται τις ριζοσπαστικές αντικαπιταλιστικές λύσεις τη στιγμή που έχουμε μπει στην εποχή των υψηλών διακινδυνεύσεων και των πολλαπλών κρίσεων;

  • Ύστερα απ’ αυτό, στη δεύτερη φάση της πανδημίας, η Αριστερά απέτυχε να αναδείξει το γεγονός ότι η αιτία που είχαμε πολύ μεγαλύτερα ανθρώπινα κόστη ήταν ότι οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν πιο περιορισμένο lock down επειδή «η οικονομία δεν αντέχει». Αυτή η δεύτερη αποτυχία ήταν άμεση απόρροια της πρώτης: Πώς να μιλήσεις για πιο σκληρό lock down αν αυτό δεν «νομιμοποιείται», πολιτικά και αξιακά, από τον στόχο της εξάλειψης της πανδημίας ή έστω του δραστικού περιορισμού του ανθρώπινου κόστους (όχι στα όρια αντοχής των κυβερνήσεων και του καπιταλισμού, αλλά στα όρια του εφικτού με βάση τα διαθέσιμα μέσα); Έχοντας αποτύχει να πιάσει από την αρχή τον μίτο της Αριάδνης, η Αριστερά έχασε τον μπούσουλα και άρχισε ήδη να κυριεύεται από ενοχές για τη ρητή ή άρρητη συμφωνία της ή ανοχή της προς τα -ανεπαρκή σε όλες τις φάσεις- επιδημιολογικά/περιοριστικά μέτρα. Πώς λοιπόν να προτείνει πραγματικό-εκτεταμένο κι όχι «γιαλαντζί» lock down στην πρώτη και τη δεύτερη φάση της πανδημίας; Μεταξύ άλλων, θα έπρεπε να «μπλέξει» και με την απάντηση σε «ενοχλητικά» ερωτήματα όπως «πού θα βρεθούν τα χρήματα» για να χρηματοδοτηθούν εκτεταμένα lock down – όπου οι απαντήσεις αναπόφευκτα θα ήταν ξανά, και πολύ ενοχλητικά, αντικαπιταλιστικές.

  • Όταν ήρθαν τα εμβόλια, πάλι απέφυγε να θέσει τον στόχο της εξάλειψης του ιού ή έστω της δραστικής μείωσης του ανθρώπινου υγειονομικού κόστους, με έναν συνδυασμό lock down, μαζικών τεστ-ιχνηλάτησης και καθολικού υποχρεωτικού εμβολιασμού. Όταν είχε αρχίσει ήδη να αντιμετωπίζει ενοχικά την υποχρεωτικότητα του lock down, πώς να συναινέσει σε μία ακόμη υποχρεωτικότητα, για τα εμβόλια;

Έτσι, η Αριστερά είναι α) χωρίς στόχο για την ίδια την πανδημία, β) χωρίς γραμμή για το πώς θα αποσοβήσουμε τα τρέχοντα ανθρώπινα κόστη του εν εξελίξει κύματος, που θα αυξηθούν καθώς τείνει να κορυφωθεί.

Έτσι, προϊόντος του χρόνου, οι μεν κυβερνήσεις για λογαριασμό του καπιταλισμού προσέγγιζαν όλο και περισσότερο την πολιτική της ανοσίας αγέλης (στην τωρινή φάση ακόμη περισσότερο, αφού στην υπηρεσία αυτής της πολιτικής μπορούν να τεθούν πλέον και τα εμβόλια), ενώ η Αριστερά συμβιβαζόταν σιωπηλά με την ίδια πολιτική. Αντί να εγκαλεί τις κυβερνήσεις για την εκατόμβη των περισσότερων από 4 εκατ. νεκρών (που πιθανότατα θα ξεπεράσουν τα 5 εκατ.), που μπορούσε να αποφευχθεί (αλλά μόνο με έναν άλλο συνδυασμό υποχρεωτικοτήτων), προτίμησε να σηκώσει τη σημαία του δικαιώματος άρνησης στον εμβολιασμό, που αν μη τι άλλο δεν την καταγράφει σαν συνεπή δύναμη που αντιμάχεται την ανοσία αγέλης!

Όμως, τα πράγμα θα γίνουν πολύ δύσκολα πολύ σύντομα: Μπαίνοντας βαθιά στην παγίδα των «δικαιωμάτων άρνησης» στις υποχρεωτικότητες, τι θα πράξει και τι θα ζητήσει το φθινόπωρο η Αριστερά, όταν το κύμα της πανδημίας φουντώσει; Αν το ποσοστό εμβολιασμού μέχρι τον Οκτώβριο δεν έχει ανέβει πάνω από το 60%, ποιο όπλο θα απομένει καθώς το κύμα της πανδημίας θα κορυφώνεται; Και από πού τότε θα αντλήσει το δικαίωμα να ζητήσει τουλάχιστον πραγματικό, δηλαδή εκτεταμένο, lock down για να μειωθεί όσο περισσότερο γίνεται ο αριθμός των θυμάτων της Covid-19; Και τι θα απαντήσει στις κατηγορίες της κυβέρνησης ότι «με την ανεύθυνη στάση της στο ζήτημα των εμβολίων υπονόμευσε το σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας»; Και αν η κυβέρνηση, παρά και ενάντια στη θέλησή της, αναγκαστεί από τα πράγματα να επιβάλει ένα περιορισμένο και εντελώς ανεπαρκές lock down, τότε πώς η Αριστερά θα συναινέσει σε μια υποχρεωτικότητα με καθολικά χαρακτηριστικά, όταν έχει υποστηρίξει το «δικαίωμα ενάντια στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού» για την κοινωνική μειοψηφία των αρνητών;

Η παγίδα και το πολιτικό λάθος έχουν στρατηγικά χαρακτηριστικά˙ ο απεγκλωβισμός από την παγίδα πολύ δύσκολος και γίνεται αδύνατος όταν δεν συνειδητοποιείται καν˙ η ήττα φαίνεται αναπόφευκτη αν δεν υπάρξει άμεσα αλλαγή προσανατολισμού.

Αν το δούμε μακροσκοπικά, η Αριστερά αποτυγχάνει με την ίδια «μέθοδο» που απέτυχε και στην κρίση του 2008: επειδή δεν θέλησε ή απλώς δεν μπορεί να είναι βαθιά αντικαπιταλιστική δύναμη, πραγματικά ανταγωνιστική δύναμη, που αμφισβητεί συγκεκριμένα και ευθέως τη στρατηγική και τη μέθοδο επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων που υιοθετούν οι εκπρόσωποι του καπιταλισμού.

Η απάντηση της κυβέρνησης: κράμα ανοσίας αγέλης, μη υποχρεωτικού εμβολιασμού με στοχευμένη-εργαλειακή υποχρεωτικότητα και περιορισμένων lockdown

Για κάποιον δυσεξήγητο λόγο, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση έχει πολιτική υποχρεωτικού εμβολιασμού. Τότε όμως γιατί δεν κηρύσσει τον καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό για όλες τις ηλικιακές ομάδες για τις οποίες έχει εγκριθεί η χρήση εμβολίων; Επάρκεια εμβολίων υπάρχει. Φοβάται μήπως το πολιτικό κόστος; Μα το έχει αναλάβει ήδη, με τα μέτρα που ανακοίνωσε πρόσφατα (το γεγονός ότι από την υπόθεση της υποχρεωτικότητας όχι μόνο δεν θα έχει κόστος αλλά πιθανότατα θα βγει ωφελημένη, αποτελεί ευγενική χορηγία της Αριστεράς - αλλά σε αυτό θα αναφερθούμε παρακάτω). Πώς απαντιέται λοιπόν το εύλογο -και κρίσιμο- ερώτημα γιατί η κυβέρνηση δεν παίρνει εδώ και τώρα το μέτρο του καθολικού υποχρεωτικού εμβολιασμού; Μοιάζει απίστευτο, αλλά ούτε αυτό το, επίσης κρίσιμο, ερώτημα θέτει η Αριστερά (πρώτα απ’ όλα στον ίδιο της τον εαυτό κι ύστερα στην κοινωνία και την κυβέρνηση)! Και πώς να το θέσει όταν έχει την ακράδαντη πεποίθηση ότι η κυβέρνηση έχει πολιτική υποχρεωτικού εμβολιασμού – από την οποία απορρέει η δεύτερη ακράδαντη πεποίθηση ότι αφού η κυβέρνηση έχει μια τέτοια πολιτική, δεν μπορεί παρά να είναι λάθος!

Ωστόσο, η κριτική που κάνουμε στα μέτρα της κυβέρνησης θα έπρεπε επίσης να απορρέει από μια εκτίμηση σχετικά με το ποιοι είναι οι σκοποί της κυβέρνησης, σε τι δηλαδή αποσκοπούν τα κυβερνητικά μέτρα. Τα μέτρα της κυβέρνησης, λοιπόν, αποκαλύπτουν περίτρανα ότι δεν πιστεύει στην επίτευξη τείχους ανοσίας – είναι ένας, αν και όχι ο μοναδικός, από τους λόγους που απορρίπτει στην πράξη τον καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό. Δεν πιστεύει όμως εξίσου στα επαναλαμβανόμενα lock down – και το έχει διακηρύξει ρητά. Σε τι λοιπόν πιστεύει; Θα έπρεπε να είναι προφανές: στο συνδυασμό της στρατηγικής ανοσίας αγέλης και της στρατηγικής περιορισμένων και ελάχιστα αποτελεσματικών lockdown («τόσο όσο», ώστε να μην «ξεφεύγει τελείως» η κατάσταση), συνδυασμό στον οποίο πλέον προσθέτει μια πολιτική εργαλειακής/προσχηματικής υποχρεωτικότητας που αφορά μικρό ποσοστό του πληθυσμού.

Η κυβέρνηση, θεωρώντας ότι έχει περάσει πολιτικά το «τεστ αντοχής» των 850 διασωληνωμένων και των 100 plus νεκρών ημερησίως στο προηγούμενο κύμα της πανδημίας, τώρα ξορκίζει το lock down, και πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι και αν ακόμη αναγκαστεί να καταφύγει σε οριζόντια μέτρα, θα είναι ακόμη πιο περιορισμένα σε σχέση με το προηγούμενο κύμα και μόνο αν η κατάσταση «ξεφύγει» τελείως θα έχουν πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Όλα τα μέτρα που παίρνει, αποσκοπούν στο να περιορίσουν το θανατικό σε «αποδεκτά» επίπεδα, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι θα μείνουν άθικτοι οι πυλώνες και οι αξίες που διέπουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι στόχοι της είναι:

  • Να περιοριστούν ο αριθμός των διασωληνωμένων και ο αριθμός των θανάτων σε επίπεδα που δεν θα επαναφέρουν ισχυρή την πίεση για ενίσχυση του ΕΣΥ και δεν θα δημιουργούσαν εικόνες υγειονομικής κατάρρευσης.

  • Να αποφευχθούν νέα, οριζόντια περιοριστικά μέτρα, και αν αυτό γίνει αναπόφευκτο, να επιβληθούν την ύστατη στιγμή και να έχουν όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο χαρακτήρα.

  • Να επιβληθεί περιορισμένη-εργαλειακή υποχρεωτικότητα σε συγκεκριμένους εργασιακούς κλάδους που σχετίζονται με μαζική παροχή υπηρεσιών σε κόσμο: α) γιατί αυτό υπογραμμίζει την «ατομική ευθύνη» (υπέρτατη νεοφιλελεύθερη αξία), ενώ η ταυτόχρονη γενικευμένη υποχρεωτικότητα υποβάλλει ή μπορεί να υποβάλει την αξία της συλλογικής κοινωνικής ευθύνης, β) γιατί η επιβολή υποχρεωτικότητας στους συγκεκριμένους κλάδους προσδίδει στο κυβερνητικό επιχείρημα τη μεγαλύτερη πολιτική υπεραξία και επιφέρει το βαρύτερο κόστος στους πολιτικούς της αντιπάλους, ιδιαίτερα στην Αριστερά, γ) γιατί η επιβολή γενικευμένης υποχρεωτικότητας θα σήμαινε ότι την ευθύνη για την επιβολή της στο σύνολο των εργασιακών χώρων θα είχε η κυβέρνηση, ενώ αντίθετα αυτή (η κυβέρνηση) έχει αποφασίσει να δώσει αυτή την «ευθύνη» στην πλειονότητα των εργασιακών χώρων στους εργοδότες - για λόγους προφανείς.

  • Να κρατήσει επαφή με το ακροδεξιό ποίμνιο (με το οποίο εξ ανάγκης είναι σε «ελεγχόμενη σύγκρουση» εξαιτίας της περιορισμένης υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε συγκεκριμένους εργασιακούς κλάδους), εξαιρώντας απ’ αυτόν την Εκκλησία και το ποίμνιο της Εκκλησίας, τους αστυνομικούς και τους στρατιωτικούς (χώροι με ιδεολογικοπολιτική κρισιμότητα), αλλά και το σύνολο των υπόλοιπων εργαζομένων (είπαμε προηγούμενα γιατί) και τη μεγάλη πλειονότητα του γενικού πληθυσμού, περιορίζοντας έτσι τη δυσαρέσκεια στην κοινωνική συμμαχία που τη στηρίζει.

  • Να μείνει ανοιχτή η εστίαση τον χειμώνα μόνο με εμβολιασμένους, επιβάλλοντας μια ιδιότυπη καραντίνα στους ανεμβολίαστους. Με έναν σμπάρο τρία τρυγόνια: η εστίαση θα δουλέψει, οι εμβολιασμένοι θα μεταδώσουν λιγότερο τον ιό στην κοινότητα και οι ανεμβολίαστοι, σημαντικό μέρος του πληθυσμού και το πλέον εκτεθειμένο σε βαριά νόσηση, θα είναι σε μια ιδιότυπη καραντίνα.

  • Να περιορίσει έτσι αφενός την ανάγκη για νέες κρατικές δαπάνες για μέτρα στήριξης (αφού όλοι οι εργασιακοί χώροι θα είναι ανοιχτοί), να αυξήσει λίγο το ποσοστό εμβολιασμού (αλλά μακριά από τον στόχο του τείχους ανοσίας, που έχει σιωπηρά εγκαταλειφθεί) και έτσι, συνδυαστικά, να αποφύγει νέα, οριζόντια περιοριστικά μέτρα.

Επειδή αυτοί είναι οι στόχοι και αυτά τα κριτήρια της κυβερνητικής πολιτικής, κι όχι προφανώς η δημόσια υγεία και οι ζωές των πολιτών, γι’ αυτό και οι πολλές αντιφάσεις, οι παραλογισμοί και οι γελοιότητες που τη συνοδεύουν. Όσον αφορά τα κίνητρα και τους στόχους της όμως, τα μέτρα είναι «χειρουργικά» και τρομερά συνεκτικά! Γι’ αυτό, αντί να ρίχνουμε κατά το μεγαλύτερο μέρος ή, ακόμη χειρότερα, αποκλειστικά το βάρος στις αντιφάσεις, τους παραλογισμούς και τις γελοιότητες, καλό είναι να κατανοήσουμε και να αναδείξουμε τους στόχους και τα κίνητρα, που είναι:

  • Η εγκατάλειψη του στόχου του τείχους ανοσίας και η υιοθέτηση της ανοσίας αγέλης: όσοι θέλουν να σωθούν, ας κάνουν το εμβόλιο, που διατίθεται δωρεάν˙ οι υπόλοιποι θα νοσήσουν και… καλή τύχη. Αντί του τείχους ανοσίας, «πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον ιό», και τα εμβόλια (που όταν «μάθουμε να ζούμε με τον ιό», θα πάψουν να είναι δωρεάν…), με αναμνηστικές δόσεις και με νέες εκδόσεις προσαρμοσμένες σε νέες μεταλλάξεις (ο CEO της Pfizer δήλωσε πρόσφατα ότι η εταιρεία του είναι σε θέση να κάνει τέτοιες προσαρμογές μέσα σε 90 μέρες!), που θα αναλάβουν να περιορίσουν το κόστος νεκρών και διασωληνωμένων σε «αποδεκτά» επίπεδα.

  • Η… απαγόρευση της γενικευμένης υποχρεωτικότητας. Για τους λόγους που αναφέραμε ήδη, αλλά και για έναν ακόμη: η κυβέρνηση αποφεύγει να συγκρουστεί μαζικά και γενικευμένα με τον σκληρό πυρήνα του ακροδεξιού «λαού της δεξιάς», την ίδια στιγμή που σπρώχνει την Αριστερά βαθιά στην παγίδα να «υιοθετήσει» τους αρνητές (υιοθετώντας το «δικαίωμά» τους να μην εμβολιαστούν) στους χώρους που συγκεντρώνονται οι συνδικαλιστικές της δυνάμεις: την υγεία και την εκπαίδευση!

  • Η αποφυγή νέων οριζόντιων περιοριστικών μέτρων και νέων δαπανών για μέτρα στήριξης.

Μια πραγματικά συνεκτική και απόλυτα συνεπής με τους στόχους της πολιτική.

Η πολιτική της Αριστεράς: σύσσωμη σε γραμμή… ΣΥΡΙΖΑ και διαρκώς βαθύτερα στην κυβερνητική παγίδα

Ποια απάντηση δίνει η Αριστερά στο θεμελιώδες ερώτημα πώς θα αποσοβήσουμε το ήδη μεγάλο κόστος εξαιτίας της covid-19 αλλά και το επερχόμενο, νέο μαζικό θανατικό του φθινοπώρου; Το είπαμε ήδη: καμία, διότι δεν θέτει καν αυτό το ερώτημα – ούτε στον εαυτό της ούτε στην κοινωνία ούτε στην κυβέρνηση. Φαντάζει δύσκολο να αποφασίσει κανείς γιατί η Αριστερά δεν θέτει αυτό το -προφανές- ερώτημα! Από τη στιγμή πάντως που θα τεθεί αυτό το ερώτημα, δεν επιδέχεται πολλών απαντήσεων. Η απάντηση ενίσχυση του ΕΣΥ δεν είναι απάντηση σε αυτό το ερώτημα για δύο λόγους: α) Ακόμη και αν αναδεικνυόταν αύριο η κυβέρνηση των εργατικών συμβουλίων, δεν θα προλάβαινε να κάνει πολλά στον 1-1,5 μήνα που απομένει μέχρι την κορύφωση του δράματος – πολύ περισσότερο που μετά βεβαιότητος… θα εξακολουθήσουμε να έχουμε κυβέρνηση Μητσοτάκη, β) ακόμη και αν με κάποιον μαγικό τρόπο ενισχυόταν το ΕΣΥ στον επόμενο ενάμιση μήνα, λίγους θανάτους θα αποφεύγαμε και καθόλου τον μεγάλο αριθμό νοσούντων και σακατεμένων της long covid.

Το πιθανότερο είναι ότι η Αριστερά αποφεύγει να θέσει αυτό το ερώτημα και να προτείνει λύσεις γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν ουσιαστικές λύσεις (ουσιαστικές είναι αυτές που ελαχιστοποιούν αριθμό κρουσμάτων, νοσούντων, διασωληνωμένων, θυμάτων της long covid) χωρίς υποχρεωτικότητες! Είτε θα υπάρξουν νέα, καθολικής εφαρμογής περιοριστικά μέτρα είτε άμεση, δραστική επιτάχυνση των ρυθμών εμβολιασμού είτε και τα δύο. Και τα δύο, για να είναι αποτελεσματικά, προϋποθέτουν υποχρεωτικά μέτρα καθολικού χαρακτήρα!

Αν βέβαια έχεις αποφασίσει να σηκώσεις τη σημαία «Όχι στην υποχρεωτικότητα», τότε το να προτείνεις την καθολική υποχρεωτικότητα ενός νέου lock down για όλη την κοινωνία και ταυτόχρονα να υποστηρίζεις τη μη υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για την κοινωνική μειοψηφία των αρνητών θα ήταν έκδηλα αντιφατικό. Κι έτσι, η Αριστερά, αυτοεξορισμένη από τον κόσμο των υποχρεωτικοτήτων, δεν προτείνει τίποτε, δεν θέτει καν το ερώτημα τι πρέπει να γίνει!

Η Αριστερά αποφεύγει λοιπόν το θεμελιώδες ερώτημα γιατί δεν έχει συνεκτική απάντηση: ούτε νέο lock down -και μάλιστα αυστηρότερο από το προηγούμενο, ακόμη και από το πρώτο- τολμά να προτείνει ούτε καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό – ούτε, επομένως κάποιον συνδυασμό των δύο. Γιατί όμως; Η μία απάντηση είναι ότι «έχει προλάβει» να εκτεθεί πολύ με τη θέση της ενάντια στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού. Αυτό είναι πασιφανές, αλλά στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: δεν θέλει να πάει κόντρα ούτε στον «κόσμο» των αρνητών και σκεπτικιστών ούτε στον «κόσμο» γενικά (που «κουράστηκε» από το προηγούμενο, «πιο μακρόχρονο lock down στην Ευρώπη») ούτε ενάντια στον «κόσμο» της «επιχειρηματικής κοινότητας» (που -φευ!- είναι επίσης «κουρασμένος»…). Αυτό το τελευταίο ισχύει απολύτως για τον ΣΥΡΙΖΑ και εν μέρει για το ΚΚΕ. Η πικρή αλήθεια είναι εν τέλει ότι η Αριστερά γίνεται τόσο σκληρή με την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού (υποχρεωτικότητα πολύ μερική, εργαλειακή και ψευδεπίγραφη) γιατί είτε δεν θέλει είτε έχει χάσει τον μπούσουλα ώστε να μπορεί να είναι πραγματικά αντικαπιταλιστική δύναμη!

6 χρόνια μετά το 2015, σύμπασα η Αριστερά στην ουρά του ΣΥΡΙΖΑ!

Απέχοντας από τη μάχη στα μεγάλα ζητήματα της συγκυρίας, αναπόφευκτα η Αριστερά αποσύρθηκε στη… δεύτερη γραμμή άμυνας: σε ένα συνεχές blame game με την κυβέρνηση. Αντί για το πώς θα αποσοβηθεί το θανατικό, αποδύεται στη μάχη του να χρεωθεί η κυβέρνηση το θανατικό! Οι νεκροί στο χώμα, οι σακατεμένοι της long covid στη βασανισμένη τους ζωή, το κρίμα στον λαιμό της κυβέρνησης και η Αριστερά στον αγώνα για το δικαίωμα άρνησης του εμβολιασμού! Είναι πράγματι θλιβερό.

Περιττό να πούμε ότι αυτά δεν είναι κριτήρια Αριστεράς αλλά κριτήρια αστικά, και συγκεκριμένα κριτήρια… ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν το λέμε τυχαία: η γραμμή του συνόλου της Αριστεράς, περιλαμβανόμενης και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, έχει συγκλίνει ως προς τους βασικούς άξονες στη γραμμή ΣΥΡΙΖΑ: ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας – όχι στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού – όχι στον διχασμό και την εργαλειοποίηση των εμβολίων. [Στο πλαίσιο αυτό, το αίτημα για ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας τίθεται σαν απάντηση σε άλλο ερώτημα: όχι πώς θα αποσοβήσουμε το θανατικό, αλλά πώς θα περιθάλψουμε με μεγαλύτερη επάρκεια τα θύματα της πανδημίας. Με το να το θέτουμε σαν απάντηση σε άλλο ερώτημα, απλώς το αποδυναμώνουμε] Ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε και το αίτημα που διατυπώθηκε αρχικά από τμήματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, να μετατίθενται οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου – κάτι σαν ευνοϊκή μετάθεση, που μάλιστα, για κάποιον δυσεξήγητο λόγο δεν θα αποδυνάμωνε το σύστημα υγείας… Μια στιγμή θριάμβου του… ενιαίου μετώπου λοιπόν; Όχι δυστυχώς˙ απλώς μια στιγμή ήττας. Ο «στρατηγός» ΣΥΡΙΖΑ προετοιμάζει μια νέα πολιτική συντριβή για την Αριστερά - περιλαμβανομένων του ΚΚΕ και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που κατάφεραν 6 χρόνια μετά το 2015 να βρεθούν στην ουρά του σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα!
Γιατί είναι περισσότερο από καθετί άλλο «ΣΥΡΙΖΑ» μια τέτοια γραμμή; Για τους εξής λόγους:

  • Γιατί με φύλλο συκής τον αντικυβερνητισμό η Αριστερά παραιτείται όχι μόνο από τον «ακραίο» στόχο μηδενισμού του ανθρώπινου κόστους της πανδημίας, όχι μόνο από τον στόχο να μειωθεί δραστικά το ήδη υπάρχον κόστος, αλλά και από τον στόχο να αποσοβηθεί το επερχόμενο θανατικό του φθινοπώρου. Η αδυναμία της να στοχοθετήσει και να προτείνει αποτελεσματικά μέτρα σε αυτή την κατεύθυνση είναι εκκωφαντική, και δεν υπάρχει πιο τυπικός εκφραστής τέτοιας αντιπολίτευσης χωρίς «ενοχλητικούς» στόχους απ’ ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ!.

  • Γιατί έτσι χάνει τον ιδεολογικό άξονα που νομιμοποιεί την πολιτική της γραμμή και τακτική. Το ταξικό στοιχείο. Ο καπιταλισμός και οι κυβερνήσεις του δεν νοιάζονται για τα θύματα της πανδημίας, αλλά μόνο για τις οικονομικές επιπτώσεις της. Επιπλέον, τα πλέον αδύναμα και ανυπεράσπιστα θύματα της πανδημίας ανήκουν στις εργαζόμενες τάξεις – ο ιός δεν είναι ταξικός, κολλάει ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, τα αποτελέσματα της πανδημίας όμως έχουν ταξικό χαρακτήρα, διότι είναι η εργατική τάξη που στερείται πολλαπλώς μέσων προστασίας και είναι πολλαπλώς πιο ευάλωτη σε κάθε είδους νοσηρότητα. Όταν η Αριστερά δεν έχει θεμελιώδες κριτήριο γραμμής το πώς θα σωθούν οι εργαζόμενες τάξεις από το θανατικό, έχει χάσει τον μπούσουλα – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

  • Γιατί παραιτούμενη από αυτά τα ουσιώδη αποσύρεται σε ένα προπαγανδιστικό blame game με την κυβέρνηση, ωσάν το ζήτημα να είναι ποιος θα χρεωθεί πολιτικά το θανατικό – «αγώνισμα» στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μεγάλος δάσκαλος.

Σε ποια πολιτική δύναμη αντιστοιχεί το να μην έχει πραγματική, κρουστική γραμμή για την πανδημία, να αποποιείται το ταξικό κίνητρο στην πολιτική της και να βολεύεται με ένα προπαγανδιστικό blame game με την κυβέρνηση; Μα στον ΣΥΡΙΖΑ φυσικά! Το εκπληκτικό είναι ότι τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ (όσο και το ΚΚΕ) αποδέχονται στις βασικές διακυβεύσεις την ίδια γραμμή. Γι’ αυτό και αναδεικνύεται αυτοδίκαια σε πολιτική ηγεσία του αριστερού οιονεί «μετώπου» κατά της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. Και φυσικά σε στρατηγό της επερχόμενης ήττας (που επί της ουσίας δυστυχώς έχει ήδη συντελεστεί και απλώς περιμένουμε την πλήρη επιβεβαίωση).

Καθολικός υποχρεωτικός εμβολιασμός: ένα «ορφανό» αίτημα

Έχοντας εγκλωβιστεί σε μια πολιτική εναντίωσης στην «υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού», που είναι είτε το θέλει είτε όχι το καταλυτικό αποτύπωμα της συνολικής της γραμμής, η Αριστερά φαίνεται μάλλον αδύνατο να κατανοήσει ότι το αίτημα για καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό είναι ορφανό. Όπως εξηγήσαμε αναλυτικά στα προηγούμενα, η κυβέρνηση δεν έχει τέτοια πολιτική, αντίθετα έχει πολιτική μη υποχρεωτικού εμβολιασμού, απόλυτα συμβατή με τον βασικό άξονα πολιτικής της που είναι η ανοσία αγέλης. Ενώ όμως δεν έχει τέτοια πολιτική, η Αριστερά της δίνει το δικαίωμα να προσποιείται ότι ο τιμωρητικός χαρακτήρας της πολιτικής της αποσκοπεί τάχα στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, προσφέροντάς της το επιχείρημα ότι «εξαντλεί όλα τα μέσα» την ίδια στιγμή που η Αριστερά βάζει προσκόμματα.

Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση με την πολιτική της αποδεδειγμένα μετατοπίζεται ακόμη πιο κοντά στη στρατηγική της ανοσίας αγέλης, επιζητώντας την εξοικείωση της κοινωνίας με τη λογική του «αποδεκτού και αναπόφευκτου κόστους», η Αριστερά πραγματοποιεί τη δική της μετατόπιση στο ολισθηρό έδαφος του δικαιώματος άρνησης της υποχρεωτικότητας, με κίνδυνο διάχυσης στο εσωτερικό της της δυσανεξίας προς κάθε υποχρεωτικότητα στα ζητήματα διαχείρισης κρίσεων δημόσιας υγείας. Ωστόσο, η Αριστερά τους δύο προηγούμενους αιώνες έχει συνδεθεί με την παράδοση και την κουλτούρα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε περίπτωση πανδημιών: ρωσική επανάσταση, ισπανική επανάσταση, αλλά και πάγιες υποχρεωτικότητες όσον αφορά τον εμβολιασμό του γενικού πληθυσμού και των παιδιών για την εξαφάνιση επιδημιών. Τώρα σβήνει με μια μονοκοντυλιά αυτή την παράδοση, μόνο και μόνο επειδή έχει απέναντί της μια απεχθή κυβέρνηση η οποία προσποιείται ότι έχει πολιτική υποχρεωτικού εμβολιασμού χωρίς να έχει. Αυτή η διολίσθηση βάζει, μεταξύ των άλλων, βαριές υποθήκες για τη στάση της στο άμεσο (κορύφωση του εν εξελίξει κύματος της πανδημίας) ή και μεσομακροπρόθεσμο μέλλον όσον αφορά αναγκαίες υποχρεωτικότητες για την αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών ή άλλων, μειζόνων κοινωνικών προβλημάτων (π.χ. συνέπειες κλιματικής αλλαγής και κλιματική αλλαγή καθαυτή).

Η σημαντικότερη συνέπεια ωστόσο είναι ότι χάνει την ευκαιρία να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να παρέμβει με μια αντικαπιταλιστική πολιτική της οποίας το διακηρυγμένο κίνητρο θα είναι αν όχι η εξάλειψη της πανδημίας, τουλάχιστον ο δραστικός περιορισμός έως μηδενισμός των θυμάτων της πανδημίας, συνδυάζοντας τις προτάσεις για καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό με καθολικά επιδημιολογικά μέτρα ενάντια στον μαζικό συγχρωτισμό. Μια τέτοια πολιτική, επειδή θα ήταν πραγματικά αντικαπιταλιστική, πραγματικά αριστερή, θα ήταν και απείρως πιο αποτελεσματική και ουσιαστικά αντικυβερνητική, αφού θα επέτρεπε στην Αριστερά να ισχυριστεί και να καταγγείλει ότι η κυβέρνηση:

  • Δεν έχει πολιτική αποτροπής του εν εξελίξει θανατικού που αναμένεται να κορυφωθεί το φθινόπωρο και ευθύνεται απόλυτα γι’ αυτό, διότι αρνείται τα δύο βασικά μέσα που μπορούν να το αποτρέψουν: τον καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό και τα καθολικά περιοριστικά μέτρα.

  • Η υποχρεωτικότητα που επιβάλλει είναι ψευδεπίγραφη, προσχηματική και εργαλειακή, δεν έχει καμία σχέση με τον καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό, είναι προσχηματική. Να την καταγγείλει ως τέτοια, αντιπροτείνοντας τον καθολικό υποχρεωτικό εμβολιασμό, κι όχι υπερασπιζόμενη το αντικοινωνικό «δικαίωμα» όσων αρνούνται να εμβολιαστούν. Ο καθολικός υποχρεωτικός εμβολιασμός θα έπρεπε να συνοδεύεται επίσης από μέτρα, προφανώς διαφορετικά, αλλά όταν έχεις σηκώσει τη σημαία του «Όχι στην υποχρεωτικότητα» δεν έχει νόημα και δεν δικαιούσαι καν να μπεις σε μια τέτοια συζήτηση.

  • Αρνείται εκ προοιμίου τα καθολικά περιοριστικά μέτρα («η κοινωνία δεν αντέχει άλλο lock down») ενώ το κύμα της πανδημίας είναι σε επικίνδυνα ανοδική τροχιά, θεωρώντας αποδεκτό και ζητώντας από την κοινωνία να συμβιβαστεί με απαράδεκτα υψηλό κόστος σε ανθρώπινες ζωές, διασωληνωμένους, σακατεμένους της long covid. Ότι αυτό είναι έγκλημα κατά της κοινωνίας, από τη στιγμή που πλέον δίπλα στα καθολικά περιοριστικά μέτρα υπάρχουν και τα εμβόλια, και με τον συνδυασμό των δύο όλα αυτά μπορούν να αποφευχθούν. Η ουσιαστική και πιο βαριά πολιτική μομφή που η Αριστερά δικαιούται, με αποδείξεις, να απευθύνει στην κυβέρνηση δεν είναι ότι «διχάζει τον λαό με την υποχρεωτικότητα», αλλά ότι ενώ μπορεί να αποσοβήσει το βαρύ ανθρώπινο κόστος της πανδημίας το αποδέχεται με απερίγραπτο κυνισμό, γιατί η πολιτική της έρχεται όλο και πιο κοντά στην ανοσία αγέλης. Ότι επιβάλλει με την πολιτική της βαρύ ανθρώπινο κόστος στο όνομα της «οικονομίας», δηλαδή των κερδών και της λιτότητας.

  • Εξαγγέλλει «στοχευμένα» περιοριστικά μέτρα (π.χ. εστίαση μόνο για εμβολιασμένους) αντί για καθολικά περιοριστικά μέτρα, διότι δεν ενδιαφέρεται για την υγεία του λαού, αλλά για μέτρα με τη λογική τού «τόσο όσο» και για την πολιτική τους εργαλειοποίηση. Ότι εξαιρεί από τα μέτρα που σχετίζονται με την υποχρεωτικότητα όχι μόνο τους μπάτσους, τους παπάδες και τους δικαστές, αλλά και την κοινωνική πλειονότητα, αποδεικνύοντας την έλλειψη διάθεσης για δραστικό περιορισμό του ανθρώπινου κόστους και τον πολιτικά εργαλειακό χαρακτήρα των μέτρων.

Δρομολογώντας σε τέτοιες κατευθύνσεις την κριτική και την παρέμβασή τους, η Αριστερά και ο αναρχικός χώρος θα ήταν απολύτως συνεπείς με τις θέσεις τους, απείρως πιο ξεκάθαροι και καθόλου ενοχικοί και εγκλωβισμένοι, ώστε να πουν και να κάνουν και δύο ακόμη σημαντικά πράγματα:

  • Μαζική καμπάνια ενημέρωσης και πειθούς υπέρ του εμβολιασμού, με πρωτοστατούσες τις δυνάμεις της στον χώρο της υγείας, αλλά σε όλη την κοινωνία. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα ως προς αυτό αν είχε ταχθεί εγκαίρως υπέρ του καθολικού υποχρεωτικού εμβολιασμού και αν είχε προλάβει τα κυβερνητικά μέτρα αναστολής εργασίας-αποδοχών κ.λπ. κάνοντας μια τέτοια καμπάνια, αντί η πρώτη κινητοποίηση των δυνάμεών της στον χώρο της υγείας γι’ αυτό το θέμα να είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος της άρνησης στον εμβολιασμό! Πόσο εύκολα θα μπορούσαν να εντοπιστούν και απομονωθούν σαν φορείς αντικοινωνικής συμπεριφοράς οι συνειδητοί αρνητές και όσοι και όσες εμπνέονται σε αυτή τους τη στάση από ατομικιστικά κριτήρια. Πόσο εύκολα θα είχε αποφύγει το βαρύ πολιτικό και αξιακό κόστος της καταγραφής της ως δύναμης υπεράσπισης των δικαιωμάτων των αρνητών κι όχι ως δύναμης υπεράσπισης του πραγματικά δικού μας κόσμου, των εργαζόμενων τάξεων, από την πανδημία.

  • Να καταγγείλει τις κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών γι’ αυτό που πραγματικά είναι: κίνημα όσων υπερασπίζονται την πιο κτηνώδη εκδοχή της ανοσίας αγέλης, κράμα ακραίου νεοφιλελεύθερου ατομικισμού, άκρας δεξιάς και θρησκευτικού/νεοσυντηρητικού ανορθολογισμού. Να καταγγείλει την κυβέρνηση ότι η δική της, πιο «ήπια» πολιτική ανοσίας αγέλης, ότι τα δικά της μέτρα, παλαιότερα και τωρινά, «χαϊδέματος» του ακροδεξιού της πολιτικού ποιμνίου (επανειλημμένες εξαιρέσεις της Εκκλησίας, αλλά και των μπάτσων και των δικαστών από μέτρα υποχρεωτικού χαρακτήρα) δίνουν χώρο για την ανάπτυξη ενός τέτοιου κινήματος, που είναι πολιτικός της συνοδοιπόρος στη στρατηγική της ανοσίας αγέλης και πολιτική έκφραση ακραίας αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ακραίου αυταρχισμού, κοινωνικού αυτοματισμού και αποσύνθεσης, αχαλίνωτης ασυδοσίας του κεφαλαίου. (Το γεγονός ότι η Αριστερά και η αναρχία βρίσκονται στην απελπιστική θέση να κατηγορούνται από την κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της ότι είναι συνοδοιπόροι των αντιεμβολιαστών, το γεγονός ότι χώροι που αυτοπροβάλλονται σαν φορείς υψηλής θεωρητικής εκλέπτυνσης εκλαμβάνουν το αντιεμβολιαστικό κίνημα σαν έκφραση συγχυσμένου πλην πηγαίου και υγιούς λαϊκού σκεπτικισμού και αντίστασης στην κυβερνητική «βιοπολιτική», είναι σύμπτωμα πολιτικοϊδεολογικής τύφλωσης, αν όχι παρακμής…)

Επιμύθιο: Για μία ακόμη φορά τα τελευταία χρόνια η Αριστερά δοκιμάζεται σε ένα ζήτημα κρίσιμο για την ιδεολογικοπολιτική της φυσιογνωμία και τον προσανατολισμό. (το «υπαρξιακό» πάθος που χαρακτηρίζει τις αντιπαραθέσεις στα κοινωνικά δίκτυα αλλά και ευρύτερα στις κοινωνικές ζυμώσεις, είναι κάτι περισσότερο από αποχρώσα ένδειξη) Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες: δεν πρόκειται για δευτερεύον ζήτημα ούτε για ζήτημα τρέχουσας τακτικής, αλλά για απολύτως φυσιογνωμικό! Τόσο -αν όχι και περισσότερο- όσο ήταν/είναι η στάση στο Μακεδονικό και τις ΑΟΖ, στο δικαίωμα των προσφύγων να «παραβιάζουν» τα σύνορα για να ζητήσουν άσυλο, η μάχη με τη θρησκοληψία, τον νεοσυντηρητισμό και τον ανορθολογισμό. Τόσο όσο το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, που εντελώς προδιαγεγραμμένα θα είναι ένα από τα επόμενα -αν όχι το αμέσως επόμενο- μεγάλα τεστ. Μέσα από τη στάση σε τέτοια ζητήματα χτίζεται ο χαρακτήρας της πραγματικά αντικαπιταλιστικής, δηλαδή επαναστατικής, Αριστεράς του αύριο. Υπάρχει ακόμη, αλλά πολύ λίγος χρόνος να αποφύγουμε το ναυάγιο, αλλά αυτό προϋποθέτει άμεση και γενναία αλλαγή προσανατολισμού…

ΠΗΓΗ: https://commune.org.gr/